Η λέξη "insignia" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "insignia" στα Ισπανικά είναι /inˈsiɲja/.
Η λέξη "insignia" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - Σήμα - Διακριτικό
Η λέξη "insignia" αναφέρεται σε ένα σύμβολο ή διακριτικό που χρησιμοποιείται συχνά για την αναγνώριση ή την κατάταξη, ειδικά σε στρατιωτικούς ή ναυτικούς τομείς. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο και η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή σε στρατιωτικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
Το σήμα του στρατού φοριέται στη στολή.
Cada oficial tiene su propia insignia que los identifica.
Κάθε αξιωματικός έχει το δικό του διακριτικό που τον αναγνωρίζει.
La insignia naval es un símbolo de honor y compromiso.
Η λέξη "insignia" μπορεί να χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Llevar la insignia del honor. - Να φέρει το σήμα της τιμής.
Σήμα εξουσίας.
Insignia de reconocimiento.
Σήμα αναγνώρισης.
Insignia de lealtad.
Σήμα αφοσίωσης.
Recibir la insignia del valor.
Να λάβει το σήμα της αξίας.
Insignia del compromiso marítimo.
Η λέξη "insignia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "insignia", που σημαίνει "σημάδι" ή "διακριτικό".
Συνώνυμα: - Distintivo (διακριτικό) - Emblema (έμβλημα)
Αντώνυμα: - Anonimato (ανωνυμία) - Indiferencia (αδιαφορία)