"Insignificante" είναι ένα επίθετο.
/insiniɡiˈfɾikante/
Η λέξη "insignificante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει σημασία ή αξία. Στη γλώσσα των νομικών εγγράφων, ο όρος συχνά αναφέρεται σε λεπτομέρειες ή στοιχεία που δεν επηρεάζουν την ουσία μιας υπόθεσης. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει πράγματα που είναι μικρά ή αμελητέα. Σημειώνεται ότι η χρήση αυτής της λέξης είναι περισσότερο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
"Τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν θεωρήθηκαν ασήμαντα."
"No hay razones insignificantes para no tomar esta decisión."
Η λέξη "insignificante" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε άλλες εκφράσεις για να υποδηλώσει την έλλειψη σημασίας.
"Μερικές φορές, τα ασήμαντα προβλήματα γίνονται μεγάλα στο μυαλό μας."
"No te preocupes por comentarios insignificantes de otras personas."
"Μην ανησυχείς για ασήμαντα σχόλια άλλων ανθρώπων."
"Sus logros fueron considerados insignificantes por sus críticos."
Η λέξη "insignificante" προέρχεται από το λατινικό "insignificans", που σημαίνει "μη σημαντικός", αποτελούμενη από το πρόθεμα "in-" (μη) και τη λέξη "significans" (σημαντικός).
Συνώνυμα: - Irrelevante (άσχετος) - Trivial (τρίβιαλ)
Αντώνυμα: - Significante (σημαντικός) - Relevante (σχετικός)