insignificante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insignificante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Insignificante" είναι ένα επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/insiniɡiˈfɾikante/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "insignificante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει σημασία ή αξία. Στη γλώσσα των νομικών εγγράφων, ο όρος συχνά αναφέρεται σε λεπτομέρειες ή στοιχεία που δεν επηρεάζουν την ουσία μιας υπόθεσης. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει πράγματα που είναι μικρά ή αμελητέα. Σημειώνεται ότι η χρήση αυτής της λέξης είναι περισσότερο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "La evidencia presentada fue considerada insignificante."
  2. "Τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν θεωρήθηκαν ασήμαντα."

  3. "No hay razones insignificantes para no tomar esta decisión."

  4. "Δεν υπάρχουν ασήμαντοι λόγοι για να μην πάρουμε αυτή την απόφαση."

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "insignificante"

Η λέξη "insignificante" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε άλλες εκφράσεις για να υποδηλώσει την έλλειψη σημασίας.

  1. "A veces, los problemas insignificantes se vuelven grandes en nuestra mente."
  2. "Μερικές φορές, τα ασήμαντα προβλήματα γίνονται μεγάλα στο μυαλό μας."

  3. "No te preocupes por comentarios insignificantes de otras personas."

  4. "Μην ανησυχείς για ασήμαντα σχόλια άλλων ανθρώπων."

  5. "Sus logros fueron considerados insignificantes por sus críticos."

  6. "Τα επιτεύγματά του θεωρήθηκαν ασήμαντα από τους κριτικούς του."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "insignificante" προέρχεται από το λατινικό "insignificans", που σημαίνει "μη σημαντικός", αποτελούμενη από το πρόθεμα "in-" (μη) και τη λέξη "significans" (σημαντικός).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Irrelevante (άσχετος) - Trivial (τρίβιαλ)

Αντώνυμα: - Significante (σημαντικός) - Relevante (σχετικός)



23-07-2024