Το "insinuarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /insinuˈaɾse/
Η λέξη "insinuarse" σημαίνει να εισέλθει ή να παραβιάσει ένα χώρο ή μια κατάσταση με αθέατο ή δόλιο τρόπο. Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια συμπεριφορά ή σε μια πράξη που γίνεται υποκριτικά ή κρυφά. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στους προφορικούς διαλόγους, όταν αναφερόμαστε σε καταστάσεις που περιλαμβάνουν υπόγειες ή συχνά αμφιλεγόμενες προθέσεις.
Ella siempre trata de insinuarse en las conversaciones importantes.
(Αυτή πάντα προσπαθεί να παρεισφρήσει στις σημαντικές συνομιλίες.)
Es necesario que dejes de insinuarte, la gente no aprecia esa actitud.
(Χρειάζεται να σταματήσεις να παρεισφρέεις, οι άνθρωποι δεν εκτιμούν αυτή τη στάση.)
Su manera de hablar parece insinuarse que tiene otros intereses.
(Ο τρόπος που μιλά φαίνεται να υπονοεί ότι έχει άλλα συμφέροντα.)
Η λέξη "insinuarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"No deberías insinuarte en la vida de los demás sin permiso."
(Δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνεις στη ζωή των άλλων χωρίς άδεια.)
Insinuarse con diplomacia.
(Παρεμβαίνω με διπλωματία.)
"Ella sabe insinuarse con diplomacia para conseguir lo que quiere."
(Αυτή ξέρει να παρεισφρήσει με διπλωματία για να πετύχει αυτό που θέλει.)
Insinuarse como un ladrón.
(Παρεμβαίνω σαν συμβατικός κλέφτης.)
Η λέξη "insinuarse" προέρχεται από το λατινικό "insinuare", που σημαίνει "να εισάγω", "να παρασύρω", από το "in-" (μέσα) και "sinus" (λούστρο, καλύπτω).
Συνώνυμα: - Introducirse - Colarse - Intervenir
Αντώνυμα: - Alejarse - Retirarse - Excluir