insistencia: ουσιαστικό (feminine noun)
/insisˈtensia/
Η λέξη insistencia αναφέρεται στην πράξη ή τη στάση της επιμονής, δηλαδή την επαναλαμβανόμενη, έντονη προσπάθεια για να πετύχει κάποιος κάτι ή να καταστήσει κάτι γνωστό. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται συχνότερα σε γραπτές μορφές, όπως άρθρα ή επίσημες εισηγήσεις. Υποδηλώνει μια δυναμική παρουσίαση απόψεων ή αιτημάτων.
Η επιμονή της στο θέμα έκανε όλους να δώσουν προσοχή.
A pesar de la oposición, la insistencia de los estudiantes fue clave para el cambio.
Παρά την αντίθεση, η επιμονή των φοιτητών ήταν καθοριστική για την αλλαγή.
La insistencia en el cumplimiento de las normas es fundamental para el éxito del proyecto.
Η λέξη insistencia χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, που μπορούν να αποδώσουν την ίδια ή παρόμοια σημασία:
Με επιμονή και υπομονή, επιτυγχάνονται πολλά πράγματα.
Es una insistencia constante que nunca se detiene.
Είναι μια συνεχής επιμονή που ποτέ δεν σταματά.
El cliente mostró su insistencia en recibir una respuesta rápida.
Ο πελάτης έδειξε την επιμονή του να λάβει μια γρήγορη απάντηση.
Su insistencia provocó incomodidad entre los colegas.
Η επιμονή του προκάλεσε δυσφορία μεταξύ των συναδέλφων.
La insistencia en el diálogo es crucial en una negociación.
Η επιμονή στον διάλογο είναι κρίσιμη σε μια διαπραγμάτευση.
La insistencia en la calidad ha hecho crecer la empresa.
Η λέξη insistencia προέρχεται από το λατινικό insistentia, το οποίο σημαίνει "παρών", "σταθερός", και έχει ρίζες στη λέξη insistere (να στέκεσαι πάνω σε κάτι ή να επιμένεις).
Συνώνυμα: - perseverancia (πersistence) - constancia (σταθερότητα) - determación (αποφασιστικότητα)
Αντώνυμα: - desistimiento (παραίτηση) - inconsistencia (αστάθεια) - indecisión (αμφιβολία)
Αυτή η ανάλυση αναδεικνύει τη σημασία και την εξέχουσα χρήση της λέξης insistencia στην ισπανική γλώσσα, καθώς και την πλούσια ετυμολογική και ιδιωματική της αμφίπλευρη χρήση.