Η λέξη "insistente" είναι επίθετο (adjetivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "insistente" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [insisˈteɾe].
Η λέξη "insistente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι επίμονος ή εμμένει σε κάτι, επιμένοντας ή επαναλαμβάνοντας τις απαιτήσεις ή τις απόψεις του. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία καταστάσεων, όπως διαπραγματεύσεις, συζητήσεις ή στην περιγραφή ατόμων που δεν απογοητεύονται εύκολα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή σε επικοινωνίες που απαιτούν αποφασιστικότητα.
Ο πωλητής ήταν πολύ επιμένων στην πρόταση του.
Mi amigo es insistente cuando se trata de ayudar.
Η λέξη "insistente" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και κοινές φράσεις στην Ισπανική γλώσσα.
Αυτή είναι επίμονη στις απαιτήσεις της για δικαιοσύνη.
Un tono insistente.
Μιλάει με έναν επίμονο τόνο που δεν αφήνει χώρο για αμφιβολίες.
Insistir en la misma idea.
Αυτός επιμένει στην ίδια ιδέα παρόλο που έχει ήδη συζητηθεί.
Ser insistente en el diálogo.
Η λέξη "insistente" προέρχεται από το ρήμα "insistir", που σημαίνει "να επιμένω", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "insistere", με τη σημασία του να στέκομαι πάνω σε κάτι ή να επιμένω.