insistente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insistente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "insistente" είναι επίθετο (adjetivo).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "insistente" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [insisˈteɾe].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "insistente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι επίμονος ή εμμένει σε κάτι, επιμένοντας ή επαναλαμβάνοντας τις απαιτήσεις ή τις απόψεις του. Χρησιμοποιείται σε ποικιλία καταστάσεων, όπως διαπραγματεύσεις, συζητήσεις ή στην περιγραφή ατόμων που δεν απογοητεύονται εύκολα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή σε επικοινωνίες που απαιτούν αποφασιστικότητα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El vendedor fue muy insistente en su propuesta.
  2. Ο πωλητής ήταν πολύ επιμένων στην πρόταση του.

  3. Mi amigo es insistente cuando se trata de ayudar.

  4. Ο φίλος μου είναι επίμονος όταν πρόκειται για βοήθεια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "insistente" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και κοινές φράσεις στην Ισπανική γλώσσα.

  1. Ser insistente en algo.
  2. Είναι επίμονος σε κάτι.
  3. Ella es insistente en sus peticiones de justicia.
  4. Αυτή είναι επίμονη στις απαιτήσεις της για δικαιοσύνη.

  5. Un tono insistente.

  6. Μια επίμονη τόνος.
  7. Habla con un tono insistente que no deja lugar a dudas.
  8. Μιλάει με έναν επίμονο τόνο που δεν αφήνει χώρο για αμφιβολίες.

  9. Insistir en la misma idea.

  10. Επιμένω στην ίδια ιδέα.
  11. Él insiste en la misma idea aunque ya fue discutida.
  12. Αυτός επιμένει στην ίδια ιδέα παρόλο που έχει ήδη συζητηθεί.

  13. Ser insistente en el diálogo.

  14. Είναι επίμονος στον διάλογο.
  15. Es importante ser insistente en el diálogo para llegar a un acuerdo.
  16. Είναι σημαντικό να είσαι επίμονος στον διάλογο για να φτάσεις σε μια συμφωνία.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "insistente" προέρχεται από το ρήμα "insistir", που σημαίνει "να επιμένω", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "insistere", με τη σημασία του να στέκομαι πάνω σε κάτι ή να επιμένω.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024