insistir: ρήμα
/in.siˈstiɾ/
Η λέξη insistir σημαίνει να επιμένεις σε κάτι ή να ζητάς επανειλημμένα κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου ένα άτομο θέλει να τονίσει τη σημασία μιας ιδέας ή ενός αιτήματος. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή σε γραπτά κείμενα.
Αυτή πάντα επιμένει ότι πρέπει να πάρουμε ομπρέλες.
No insistas, ya tomé mi decisión.
Η λέξη insistir χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Να επιμένεις στην αλήθεια.
Insistir hasta el final.
Να επιμένεις μέχρι το τέλος.
No hay que insistir más.
Δεν χρειάζεται να επιμένουμε περισσότερο.
Insistir en algo hasta la saciedad.
Η λέξη insistir προέρχεται από τη λατινική λέξη insistere, η οποία σημαίνει "να στέκεσαι πάνω" ή "να παραμένεις σε κάτι".
Συνώνυμα: - Persistir (επιμένω) - Reiterar (επανεπαναλαμβάνω)
Αντώνυμα: - Ceder (υποχωρώ) - Renunciar (παραιτούμαι)