Η λέξη "insolente" είναι επίθετο.
Στη διεθνή φωνητική αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή της λέξης "insolente" είναι [in.soˈlen.te].
Η λέξη "insolente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που δείχνει έλλειψη σεβασμού ή επιδεικνύει θράσος. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά συμφραζόμενα και σε επίσημες συζητήσεις, όπως στον τομέα του δικαίου ή στην κριτική κοινωνικών συμπεριφορών.
Η θρασύς στάση του στη συνεδρίαση ήταν απαράδεκτη.
No tolero a las personas insolentes que hablan sin respeto.
Δεν ανέχομαι τους ασεβείς ανθρώπους που μιλούν χωρίς σεβασμό.
El comentario insolente del niño sorprendió a todos.
Η λέξη "insolente" μπορεί να συναντηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έλλειψη σεβασμού ή την ανυπακοή.
Να είσαι θρασύς σαν παιδί.
Esta actitud insolente no tiene lugar aquí.
Αυτή η θρασύς στάση δεν έχει θέση εδώ.
Al final, su insolencia le costó caro.
Τελικά, η αθυροστομία του του κόστισε ακριβά.
No soy insolente, solo defiendo mis derechos.
Η λέξη "insolente" προέρχεται από το λατινικό "insolens", που σημαίνει "απρόσμενος" ή "περίεργος", με το πρόθεμα "in-" που δηλώνει άρνηση.
Συνώνυμα: - Ασεβής - Θρασύς - Προκλητικός
Αντώνυμα: - Ευγενής - Σεβαστός - Υπακόλουθος