Η λέξη "insolvencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/insolˈβenθia/
Η λέξη "insolvencia" αναφέρεται στην αδυναμία ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης να εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Στον τομέα του δικαίου, η αφερεγγυότητα μπορεί να οδηγήσει σε νομικές διαδικασίες όπως η πτώχευση. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και νομικά πλαίσια, συνήθως με υψηλή συχνότητα στις επιχειρηματικές και νομικές επικοινωνίες. Είναι πιο κοινό να συναντάται σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
La insolvencia de la empresa llevó a su cierre.
(Η αφερεγγυότητα της επιχείρησης οδήγησε στο κλείσιμο της.)
La insolvencia personal puede tener graves consecuencias financieras.
(Η προσωπική αφερεγγυότητα μπορεί να έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες.)
Η λέξη "insolvencia" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Es un proceso legal necesario para garantizar los derechos de los acreedores.
(Είναι μια νομική διαδικασία απαραίτητη για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών.)
"Insolvencia financiera"
(Οικονομική αφερεγγυότητα)
Muchas empresas enfrentan insolvencia financiera debido a la crisis económica.
(Πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν οικονομική αφερεγγυότητα λόγω της οικονομικής κρίσης.)
"Efectos de la insolvencia"
(Επιπτώσεις της αφερεγγυότητας)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "insolventia", που σημαίνει "μη ικανός να πληρώσει", όπου το πρόθεμα "in-" σημαίνει "μη" και η ρίζα "solvent-" σχετίζεται με το "solvere", που σημαίνει "πληρώνω" ή "λύω".
Συνώνυμα:
- Aforamiento
- Aclimatación
Αντώνυμα:
- Solvencia
- Capacidad de pago