insomnio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insomnio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Insomnio είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μετα transcription

Φωνητική μεταγραφή: [insomˈnjo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη insomnio αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο έχει δυσκολία να κοιμηθεί ή να παραμείνει κοιμισμένο. Είναι συχνά μια κατάσταση που προκαλεί κόπωση, ερεθιστικότητα και μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ζωή. Στην ιατρική, το insomnio αναγνωρίζεται ως ύπνωση διαταραχής που μπορεί να προκληθεί από ψυχολογικούς ή φυσικούς παράγοντες. Χρησιμοποιείται συχνά στη ζωντανή συνομιλία και σε ιατρικά κείμενα.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. Estoy sufriendo de insomnio desde hace semanas.
  2. Υποφέρω από αϋπνία εδώ και εβδομάδες.

  3. El insomnio puede afectar la salud mental y física.

  4. Η αϋπνία μπορεί να επηρεάσει την ψυχική και σωματική υγεία.

  5. Muchas personas buscan tratamientos para el insomnio.

  6. Πολλοί άνθρωποι αναζητούν θεραπείες για την αϋπνία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, ο όρος insomnio χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματικές προτάσεις:

  1. Vivir con insomnio es como estar en un constante estado de alerta.
  2. Να ζεις με αϋπνία είναι σαν να βρίσκεσαι σε κατάσταση συνεχούς εγρήγορσης.

  3. El insomnio no me deja pensar con claridad.

  4. Η αϋπνία δεν με αφήνει να σκέφτομαι καθαρά.

  5. Con el insomnio, las horas de la noche se vuelven eternas.

  6. Με την αϋπνία, οι ώρες της νύχτας γίνονται ατελείωτες.

  7. Después de una noche de insomnio, es difícil concentrarse en el trabajo.

  8. Μετά από μια νύχτα αϋπνίας, είναι δύσκολο να συγκεντρωθείς στη δουλειά.

  9. La ansiedad puede ser una causa común de insomnio.

  10. Η ανησυχία μπορεί να είναι μια συνηθισμένη αιτία αϋπνίας.

  11. Mis amigos se ríen de que tengo insomnio, pero no es gracioso.

  12. Οι φίλοι μου γελούν γιατί έχω αϋπνία, αλλά δεν είναι αστείο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη insomnio προέρχεται από το λατινικό insomnia, που αποτελείται από το πρόθεμα in- (χωρίς) και τη λέξη somnus (ύπνος). Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "χωρίς ύπνο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - aletargamiento (ατονία) - falta de sueño (έλλειψη ύπνου)

Αντώνυμα: - sueño (ύπνος) - descanso (ανάπαυση)



23-07-2024