Insomnio είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [insomˈnjo]
Η λέξη insomnio αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο έχει δυσκολία να κοιμηθεί ή να παραμείνει κοιμισμένο. Είναι συχνά μια κατάσταση που προκαλεί κόπωση, ερεθιστικότητα και μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ζωή. Στην ιατρική, το insomnio αναγνωρίζεται ως ύπνωση διαταραχής που μπορεί να προκληθεί από ψυχολογικούς ή φυσικούς παράγοντες. Χρησιμοποιείται συχνά στη ζωντανή συνομιλία και σε ιατρικά κείμενα.
Υποφέρω από αϋπνία εδώ και εβδομάδες.
El insomnio puede afectar la salud mental y física.
Η αϋπνία μπορεί να επηρεάσει την ψυχική και σωματική υγεία.
Muchas personas buscan tratamientos para el insomnio.
Στην ισπανική γλώσσα, ο όρος insomnio χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματικές προτάσεις:
Να ζεις με αϋπνία είναι σαν να βρίσκεσαι σε κατάσταση συνεχούς εγρήγορσης.
El insomnio no me deja pensar con claridad.
Η αϋπνία δεν με αφήνει να σκέφτομαι καθαρά.
Con el insomnio, las horas de la noche se vuelven eternas.
Με την αϋπνία, οι ώρες της νύχτας γίνονται ατελείωτες.
Después de una noche de insomnio, es difícil concentrarse en el trabajo.
Μετά από μια νύχτα αϋπνίας, είναι δύσκολο να συγκεντρωθείς στη δουλειά.
La ansiedad puede ser una causa común de insomnio.
Η ανησυχία μπορεί να είναι μια συνηθισμένη αιτία αϋπνίας.
Mis amigos se ríen de que tengo insomnio, pero no es gracioso.
Η λέξη insomnio προέρχεται από το λατινικό insomnia, που αποτελείται από το πρόθεμα in- (χωρίς) και τη λέξη somnus (ύπνος). Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "χωρίς ύπνο".
Συνώνυμα: - aletargamiento (ατονία) - falta de sueño (έλλειψη ύπνου)
Αντώνυμα: - sueño (ύπνος) - descanso (ανάπαυση)