insoportable είναι επίθετο.
/insopɔɾˈtaβle/
Η λέξη insoportable χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι δύσκολο ή αδύνατο να αντέξει κανείς. Χρησιμοποιείται συνήθως σε συναισθηματικά ή φυσικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης κοινή σε γραπτές μορφές.
Παραδείγματα προτάσεων:
- La situación en el trabajo es insoportable.
(Η κατάσταση στη δουλειά είναι ανυπόφορη.)
No puedo soportar el calor insoportable de este verano.
(Δεν μπορώ να αντέξω τη δύσκολη ζέστη αυτού του καλοκαιριού.)
Su actitud es realmente insoportable en este momento.
(Η στάση του είναι πραγματικά ανυπόφορη αυτή τη στιγμή.)
Η λέξη insoportable μπορεί να ενταχθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:
Αναφέρεται σε μια κατάσταση ή υποχρέωση που είναι πολύ δύσκολη για να την διαχειριστεί κανείς.
Dolor insoportable
(Αβάσταχτος πόνος.)
Περιγράφει πόνο που δεν μπορεί να αντέξει κανείς.
Una persona insoportable
(Ένα ανυπόφορο άτομο.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που είναι πολύ ενοχλητικός ή δυσάρεστος.
Situaciones insoportables
(Ανυπόφορες καταστάσεις.)
Η λέξη insoportable προέρχεται από το λατινικό insupportabilis, το οποίο αποτελείται από το in- (όχι) και supportare (να αντέχω, να σηκώνω).
Συνώνυμα: - intolerable - insuportable - inaguantable
Αντώνυμα: - soportable (ανεκτός) - tolerable (ανεκτός) - soportado (που αντέχεται)