insoportable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insoportable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

insoportable είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/insopɔɾˈtaβle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη insoportable χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι δύσκολο ή αδύνατο να αντέξει κανείς. Χρησιμοποιείται συνήθως σε συναισθηματικά ή φυσικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και είναι επίσης κοινή σε γραπτές μορφές.

Παραδείγματα προτάσεων: - La situación en el trabajo es insoportable.
(Η κατάσταση στη δουλειά είναι ανυπόφορη.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη insoportable μπορεί να ενταχθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:

Ετυμολογία

Η λέξη insoportable προέρχεται από το λατινικό insupportabilis, το οποίο αποτελείται από το in- (όχι) και supportare (να αντέχω, να σηκώνω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - intolerable - insuportable - inaguantable

Αντώνυμα: - soportable (ανεκτός) - tolerable (ανεκτός) - soportado (που αντέχεται)



22-07-2024