insostenible - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insostenible (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη insostenible είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης insostenible είναι /insos.teˈni.βle/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη insostenible χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να υποστηριχθεί ή να διατηρηθεί, είτε αυτό αναφέρεται σε περιβαλλοντικά ζητήματα (όπως η υπερβολική εκμετάλλευση φυσικών πόρων), είτε σε κοινωνικές ή οικονομικές καταστάσεις. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, ιδίως σε επιστημονικά ή νομικά κείμενα, αν και είναι κατανοητή και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La explotación de los recursos naturales de forma excesiva es insostenible.
    (Η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με υπερβολικό τρόπο είναι μη βιώσιμη.)

  2. La economía que dependía del petróleo resultó ser insostenible a largo plazo.
    (Η οικονομία που εξαρτιόταν από το πετρέλαιο αποδείχθηκε αβιώσιμη μακροπρόθεσμα.)

  3. Las prácticas agrícolas actuales son insostenibles y deben cambiar.
    (Οι τρέχουσες γεωργικές πρακτικές είναι μη βιώσιμες και πρέπει να αλλάξουν.)

Ιδωματικές εκφράσεις

Η λέξη insostenible εμπεριέχεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν περιβαλλοντικά προβλήματα ή μη βιώσιμες καταστάσεις.

  1. La presión sobre el medio ambiente es insostenible.
    (Η πίεση στο περιβάλλον είναι μη βιώσιμη.)

  2. Un desarrollo urbano insostenible puede llevar a la destrucción de ecosistemas.
    (Μία μη βιώσιμη αστική ανάπτυξη μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή οικοσυστημάτων.)

  3. Una política de residuos insostenible trae graves consecuencias.
    (Μία μη βιώσιμη πολιτική αποβλήτων φέρνει σοβαρές συνέπειες.)

  4. La escasez de recursos hace que ciertas prácticas sean insostenibles.
    (Η έλλειψη πόρων καθιστά κάποιες πρακτικές μη βιώσιμες.)

Ετυμολογία

Η λέξη insostenible προέρχεται από την ισπανική λέξη sostenible, η οποία σημαίνει «βιώσιμος» και το πρόθεμα in-, που σημαίνει «μη» ή «όχι». Έτσι η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει «μη βιώσιμος».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - insalvable - irremediable

Αντώνυμα: - sostenible (βιώσιμος) - viable (εφικτός)



23-07-2024