inspeccionar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inspeccionar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "inspeccionar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "inspeccionar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /in.speksjoˈnaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "inspeccionar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία ελέγχου ή εξέτασης κάτι με προσοχή, συχνά για να διασφαλιστεί ότι πληρούνται κάποιοι κανόνες ή προδιαγραφές. Είναι σύνηθες σε διάφορους τομείς όπως στη νομική, στρατιωτική και γενική γλώσσα. Η χρήση του είναι συχνή και αποδίδει ποιότητα στα γραπτά και προφορικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es necesario inspeccionar el edificio antes de la compra.
    (Είναι απαραίτητο να επιθεωρήσουμε το κτίριο πριν από την αγορά.)

  2. El oficial decidió inspeccionar el área de seguridad.
    (Ο αξιωματικός αποφάσισε να ελέγξει την περιοχή ασφαλείας.)

  3. Los inspectores deben inspeccionar los productos en la fábrica.
    (Οι επιθεωρητές πρέπει να εξετάσουν τα προϊόντα στο εργοστάσιο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "inspeccionar" χρησιμεύει και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Inspeccionar a fondo
    (Επιθεωρώ σε βάθος)
    Es importante inspeccionar a fondo los documentos antes de firmar.
    (Είναι σημαντικό να επιθεωρήσουμε σε βάθος τα έγγραφα πριν υπογράψουμε.)

  2. Inspeccionar minuciosamente
    (Επιθεωρώ σχολαστικά)
    El auditor debe inspeccionar minuciosamente todas las cuentas.
    (Ο ελεγκτής πρέπει να επιθεωρήσει σχολαστικά όλους τους λογαριασμούς.)

  3. Inspeccionar el terreno
    (Επιθεωρώ το έδαφος)
    Es fundamental inspeccionar el terreno antes de construir.
    (Είναι θεμελιώδες να επιθεωρήσουμε το έδαφος πριν χτίσουμε.)

Ετυμολογία

Η λέξη "inspeccionar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inspectare", που σημαίνει "να κοιτάξω, να εξετάσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- examinar (εξετάζω)
- revisar (ελέγχω)
- evaluar (αξιολογώ)

Αντώνυμα:
- ignorar (αγνοώ)
- descuidar (παραμελώ)
- omitir (παραλείπω)

Αυτή η ανάλυση παρέχει ευρύ φάσμα πληροφοριών σχετικά με την έννοια και τη χρήση του "inspeccionar" στην ισπανική γλώσσα.



23-07-2024