Inspector είναι ένα ουσιαστικό.
/insˈpektoɾ/
Η λέξη "inspector" αναφέρεται σε κάποιον που ελέγχει, επιθεωρεί ή παρακολουθεί μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δραστηριότητα, συνήθως στο πλαίσιο του νόμου, της ασφάλειας ή ενός επαγγελματικού περιβάλλοντος. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή στρατιωτικά πλαίσια, αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις όπου απαιτείται αναγνώριση ή αναφορά κάποιου είδους ελέγχου.
Στη γλώσσα των Ισπανικά, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και είναι κοινή σε γραπτό και προφορικό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο.
El inspector revisó todos los documentos de la empresa.
(Ο επιθεωρητής εξέτασε όλα τα έγγραφα της εταιρείας.)
El inspector de policía llegó al lugar del crimen rápidamente.
(Ο επιθεωρητής της αστυνομίας έφτασε γρήγορα στον τόπο του εγκλήματος.)
El inspector escolar realizó una auditoría en las aulas.
(Ο επιθεωρητής σχολείων πραγματοποίησε μια επιθεώρηση στις τάξεις.)
Η λέξη "inspector" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που εξασφαλίζει ότι οι κανόνες και οι νόμοι ακολουθούνται.
Inspeccionar bajo la lupa.
(Να επιθεωρείς με μια μεγενθυτική γυάλα.)
Σημαίνει να μπαίνεις σε λεπτομέρειες ή να ελέγχεις προσεκτικά κάτι.
El inspector de sanidad.
(Ο επιθεωρητής υγειονομίας.)
Ανάγεται σε κάποιον που επιβλέπει την τήρηση των υγειονομικών κανονισμών.
Inspeccionar sin previo aviso.
(Να επιθεωρείς χωρίς προειδοποίηση.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αιφνιδιαστική επιθεώρηση.
El inspector de trabajo.
(Ο επιθεωρητής εργασίας.)
Η λέξη "inspector" προέρχεται από το λατινικό "inspectorem", το οποίο σημαίνει "αυτός που κοιτάει" ή "αυτός που εξετάζει".
Συνώνυμα: - Efectuador (εκτελεστής) - Verificador (επαληθευτής)
Αντώνυμα: - Ignorante (άσχετος) - Descuidador (αμελής)