Το «inspirar» είναι ρήμα.
Фωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [inspiˈɾaɾ]
Η λέξη «inspirar» χρησιμοποιείται κυρίως για να σημαίνει την πράξη του να εμπνέεις κάποιον ή να δημιουργείς μια αίσθηση ή ιδέα σε κάποιον. Επιπλέον, χρησιμοποιείται στον τομέα της αναπνοής για τον όρο «εισπνέω». Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη «inspirar» χρησιμοποιείται σπάνια σε ακαδημαϊκό ή επιστημονικό επίπεδο, συχνότερα στα μέσα ενημέρωσης και στις προφορικές αλληλεπιδράσεις.
Η μουσική μπορεί να εμπνεύσει πολλούς ανθρώπους.
Es importante inspirar confianza en el equipo.
Είναι σημαντικό να εμπνέεις εμπιστοσύνη στην ομάδα.
El aire fresco me inspira a trabajar mejor.
Η λέξη «inspirar» χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που αντανακλούν την έννοια της έμπνευσης και της δημιουργικότητας.
El maestro siempre intenta inspirar a sus estudiantes a seguir sus sueños.
Inspirar una idea.
La naturaleza puede inspirar una idea brillante para un proyecto.
Inspirar confianza.
El líder debe inspirar confianza en sus seguidores.
Inspirar el respeto.
Η λέξη «inspirar» έχει τις ρίζες της στο λατινικό «inspirāre», που σημαίνει «να φυσάς μέσα» ή «να εμπνέεις». Η ρίζα «spir» σχετίζεται με την αναπνοή, που υποδηλώνει τη σύνδεση της λέξης με την έννοια της εισπνοής και της ανάσας.
Συνώνυμα: - Embarcar (να εμπνέεις) - Motivar (να ενθαρρύνεις)
Αντώνυμα: - Desalentar (να απογοητεύεις) - Desinspirar (να αποθαρρύνεις)
Η λέξη «inspirar» έχει σημαντική παρουσία στη γλώσσα και είναι συνήθως συνδεδεμένη με έννοιες που σχετίζονται με τη δημιουργικότητα και την αίσθηση της ζωής.