Ρήμα
/i.nspi.ˈɾaɾ.se/
Η λέξη "inspirarse" σημαίνει να παίρνεις έμπνευση ή να βρίσκεις ερεθίσματα για να δημιουργήσεις κάτι νέο, συχνά σε καλλιτεχνικά ή δημιουργικά πλαίσια. Χρησιμοποιείται πολύ σε σενάρια όπου κάποιος προσπαθεί να εκφράσει τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του μέσω τέχνης ή άλλων μορφών δημιουργίας. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Me gusta inspirarme en la naturaleza cuando pinto.
Μου αρέσει να εμπνέομαι από τη φύση όταν ζωγραφίζω.
Ella siempre se inspira en sus experiencias para escribir.
Αυτή πάντα εμπνέεται από τις εμπειρίες της για να γράψει.
A veces, los libros me ayudan a inspirarme.
Μερικές φορές, τα βιβλία με βοηθούν να εμπνευστώ.
Η λέξη "inspirarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Inspirarse en las musas.
Να εμπνέεται από τις μούσες.
Αναφέρεται στη διαδικασία έμπνευσης από καλλιτεχνικές ή πνευματικές πηγές.
Inspirarse en la historia.
Να εμπνέεται από την ιστορία.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος αντλεί έμπνευση από ιστορικά γεγονότα ή προσωπικότητες.
Dejarse inspirar por la música.
Αφήνουμε τον εαυτό μας να εμπνευστεί από τη μουσική.
Αυτό περιγράφει την επίδραση που μπορεί να έχει η μουσική στη δημιουργική διαδικασία.
Inspirarse para un proyecto.
Εμπνέομαι για ένα έργο.
Χρησιμοποιείται συχνά από καλλιτέχνες και σχεδιαστές που αναζητούν νέες ιδέες.
Tomarse un tiempo para inspirarse.
Να αφιερώσεις χρόνο για να εμπνευστείς.
Δίνει έμφαση στη σημασία της αναζήτησης ιδεών.
Η λέξη "inspirarse" προέρχεται από το λατινικό "inspirare," που σημαίνει «να φυσάω μέσα» ή «να εμπνέω». Η λέξη σχετίζεται με το αίσθημα της αναζήτησης και της παραλαβής μιας θετικής επιρροής.
Συνώνυμα: - animarse (ανανεώνομαι) - motivarse (κινώ τον εαυτό μου)
Αντώνυμα: - desanimarse (απαγοητούμαι) - desmotivarse (χάνω τη διάθεση)