Το "instalarse" είναι ρήμα.
[instaˈlaɾse]
Η λέξη "instalarse" σημαίνει τη διαδικασία εγκατάστασης ή τακτοποίησης σε ένα νέο χώρο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό περιβάλλον. Είναι πιο κοινή σε προφορική χρήση, καθώς συχνά αναφέρεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με την καθημερινότητα.
Voy a instalarme en mi nueva casa.
(Θα εγκατασταθώ στο νέο μου σπίτι.)
Ella se va a instalar en Madrid por unos meses.
(Αυτή θα εγκατασταθεί στη Μαδρίτη για μερικούς μήνες.)
Después de instalarse, él se sintió más cómodo.
(Μετά την εγκατάστασή του, ένιωσε πιο άνετα.)
Η λέξη "instalarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή η φράση σημαίνει ότι κάποιος γίνεται πολύ αγαπητός ή σημαντικός για κάποιον άλλον.
Instalarse en la rutina.
(Να εγκατασταθεί στη ρουτίνα.)
Αυτό υποδηλώνει ότι κάποιος έχει προσαρμοστεί σε μια συγκεκριμένη καθημερινή συνήθεια.
Instalarse en un lugar cómodo.
(Να εγκατασταθεί σε ένα άνετο μέρος.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που βρήκε ένα ευχάριστο και άνετο περιβάλλον.
Instalarse a la sombra.
(Να εγκατασταθεί στη σκιά.)
Αυτή η φράση μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που αναζητά ανακούφιση ή προστασία από την ένταση ή τη θερμότητα.
Demasiado tiempo instalado en el pasado.
(Περισσότερος χρόνος εγκατεστημένος στο παρελθόν.)
Η λέξη "instalarse" προέρχεται από το ρήμα "instalar" που προέρχεται από το λατινικό "instalare", σημαίνοντας να τοποθετείς ή να εγκαθιστάς.
Συνώνυμα: - establecerse - acomodarse
Αντώνυμα: - desinstalarse - abandonar