Η λέξη "instancia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[insˈtansja]
Η λέξη "instancia" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κατάσταση. Σε νομικά πλαίσια, μπορεί να αναφέρεται σε αίτηση ή προσφυγή που υποβάλλεται σε κάποιον φορέα, όπως δικαστήριο ή δημόσια αρχή. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο σε νομικές και διοικητικές διαδικασίες.
Παραδείγματα προτάσεων: - "Presenté una instancia para solicitar una beca." - "Κατέθεσα μια αίτηση για να ζητήσω υποτροφία."
Η λέξη "instancia" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Παραδείγματα: - "Por instancia de sus padres, decidió estudiar medicina." - "Με πρωτοβουλία των γονιών του, αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική."
"Τελικά, η απόφαση ανήκει στον δικαστή."
"No hay instancia superior a la ley."
"Δεν υπάρχει ανώτερη αρχή από τον νόμο."
"A instancia de la comunidad, se han tomado medidas."
Η λέξη "instancia" προέρχεται από το λατινικό "instantia", που σημαίνει "περίπτωση" ή "προβολή", και σχετίζεται με το ρήμα "instare" που σημαίνει "πατάω" ή "εμφανίζω".
Συνώνυμα: - caso - petición - demanda
Αντώνυμα: - desestimación (απόρριψη) - rechazo (απόρριψη)