Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική απεικόνιση: /instar/
Σημασίες: 1. Αντιγράφω, αναπαράγω, αντιγράφοντας κάτι. 2. Εξομοιώ, μιμούμαι. 3. Στον αόριστο: εξομοιώνομαι, έχω ομοιότητες. 4. Στον παθητικό: είμαι εμφανής, αρχίζω να εμφανίζομαι.
Το ρήμα "instar" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο, όπως σε λογοτεχνικά κείμενα ή επίσημες εγγραφές. Είναι λιγότερο κοινό στην προφορική γλώσσα.
Χρήση σε χρόνους ρημάτων: - Παρατατικός: instaba - Παρακείμενος: he instado - Συντελεσμένος: hube instado
Συνώνυμα: - Imitar - Replicar
Αντώνυμα: - Diferir - Distinguir
Ομοίωνομαι σε κάθε λέπτομέρεια του πίνακα.
Su estilo insta a la reflexión.
Το "instar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Le instó a terminar sus estudios.
Instar en (Εστιάζω σε):
El profesor insta en la importancia del método científico.
Instar por (Αποτελώ αντικείμενο ανάγκης):
Los vecinos instan por una solución al problema del agua.
Instar a que (Παροτρύνω κάποιον να):
Lo instaron a que reconsiderara su decisión.
Instar en (Επιμένω ότι):
Η λέξη "instar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "instare", που σημαίνει "να επιμένει" ή "να πιέζει".
Συνώνυμα: - Imitar - Replicar
Αντώνυμα: - Diferir - Distinguir