instar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

instar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Μέρος του λόγου: Ρήμα

Φωνητική απεικόνιση: /instar/

Σημασίες: 1. Αντιγράφω, αναπαράγω, αντιγράφοντας κάτι. 2. Εξομοιώ, μιμούμαι. 3. Στον αόριστο: εξομοιώνομαι, έχω ομοιότητες. 4. Στον παθητικό: είμαι εμφανής, αρχίζω να εμφανίζομαι.

Το ρήμα "instar" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο, όπως σε λογοτεχνικά κείμενα ή επίσημες εγγραφές. Είναι λιγότερο κοινό στην προφορική γλώσσα.

Χρήση σε χρόνους ρημάτων: - Παρατατικός: instaba - Παρακείμενος: he instado - Συντελεσμένος: hube instado

Συνώνυμα: - Imitar - Replicar

Αντώνυμα: - Diferir - Distinguir

Παραδείγματα

  1. Instaba en cada detalle del cuadro.
  2. Ομοίωνομαι σε κάθε λέπτομέρεια του πίνακα.

  3. Su estilo insta a la reflexión.

  4. Ο τρόπος του προκαλεί προς σκέψη.

Εκφράσεις

Το "instar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

  1. Instar a (Παροτρύνω σε):
  2. Le instó a terminar sus estudios.

    • Τον παρώτρυνε να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
  3. Instar en (Εστιάζω σε):

  4. El profesor insta en la importancia del método científico.

    • Ο καθηγητής εστιάζει στη σημασία της επιστημονικής μεθόδου.
  5. Instar por (Αποτελώ αντικείμενο ανάγκης):

  6. Los vecinos instan por una solución al problema del agua.

    • Οι γείτονες αποτελούν αντικείμενο ανάγκης για μια λύση στο πρόβλημα του νερού.
  7. Instar a que (Παροτρύνω κάποιον να):

  8. Lo instaron a que reconsiderara su decisión.

    • Τον παρώτρυναν να ξανασκεφτεί την απόφασή του.
  9. Instar en (Επιμένω ότι):

  10. La defensa instó en la inocencia del acusado.
    • Η υπεράσπιση επέμεινε ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος.

Ετυμολογία

Η λέξη "instar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "instare", που σημαίνει "να επιμένει" ή "να πιέζει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Imitar - Replicar

Αντώνυμα: - Diferir - Distinguir