Ρήμα
[instawˈɾaɾ]
Η λέξη "instaurar" σημαίνει να ιδρύσει ξανά, να επαναφέρει μια κατάσταση ή να εγκαταστήσει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και πολιτικά συμφραζόμενα, όπως για την αποκατάσταση νόμων, θεσμών ή κυβερνήσεων. Η χρησιμότητά της είναι σχετικά χαμηλή στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται όλο και περισσότερο σε γραπτά κείμενα, ιδίως σε νομικά ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα.
Η νέα κυβέρνηση θέλει να επανιδρύσει μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση.
Es importante instaurar un diálogo entre todas las partes involucradas.
Είναι σημαντικό να αποκατασταθεί ένας διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών.
La propuesta busca instaurar un sistema más justo para todos.
Η λέξη "instaurar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να επανιδρύσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης.
Instaurar el estado de derecho
Να επανιδρύσει το κράτος δικαίου.
Instaurar buenas prácticas
Η λέξη "instaurar" προέρχεται από το λατινικό "instaurare", που σημαίνει "να επαναφέρει" ή "να αποκαταστήσει".
Συνώνυμα: - Restablecer - Reinstalar - Establecer
Αντώνυμα: - Destruir - Eliminar - Desarticular
Η λέξη "instaurar" παίζει σημαντικό ρόλο στη νομική και πολιτική ορολογία, καθώς σχετίζεται με διαδικασίες αποκατάστασης και δημιουργίας θεσμών ή κανόνων.