Ρήμα.
[ins.ti.ˈɣaɾ]
Η λέξη "instigar" σημαίνει την πράξη του να προκαλείς ή να προτρέπεις κάποιον να δράσει, συνήθως με αρνητική ή ανήθικη έννοια. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την ενθάρρυνση σε εγκληματικές ή επικίνδυνες ενέργειες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό περιβάλλον, ιδίως σε νομικά ή πολιτικά κείμενα, ενώ δεν είναι τόσο συχνή στον προφορικό λόγο.
La policía investiga quién instigó el disturbio.
Η αστυνομία ερευνά ποιος προκάλεσε την αναταραχή.
Es un delito instigar a la violencia.
Είναι έγκλημα να υποκινείς τη βία.
No debemos instigar a la gente a actuar de manera irresponsable.
Δεν πρέπει να προτρέπουμε τους ανθρώπους να δρουν με ανευθυνότητα.
Η λέξη "instigar" χρησιμοποιείται σε αρκετούς ιδιωματικούς σχηματισμούς στα Ισπανικά, περισσότερο σε νομικά ή πολιτικά συμφραζόμενα.
Es peligroso instigar a la violencia sin pensar en las consecuencias.
Είναι επικίνδυνο να υποκινείς τη βία χωρίς να σκεφτείς τις συνέπειες.
Instigar el odio.
Υποκίνηση μίσους.
Las redes sociales a veces permiten instigar el odio entre las personas.
Τα κοινωνικά δίκτυα επιτρέπουν μερικές φορές την υποκίνηση μίσους μεταξύ των ανθρώπων.
Instigar a otros.
Υποκίνηση άλλων.
Η λέξη "instigar" προέρχεται από το λατινικό "instigare", που σημαίνει "να προτρέπω ή να ενθαρρύνω".
Συνώνυμα: - instar - incitar - promover
Αντώνυμα: - desincentivar - desalentar - evitar