Το "instituir" είναι ρήμα.
/instituˈiɾ/
Η λέξη "instituir" σημαίνει την πράξη της ίδρυσης ή της καθιέρωσης κάποιας οργάνωσης, θεσμού ή κανονισμού. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή διοικητικά κείμενα αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί και σε πιο γενικές συζητήσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να θεσπίσει έναν νέο νόμο για την προστασία του περιβάλλοντος.
Es necesario instituir un sistema de control para mejorar la seguridad.
Το "instituir" δεν είναι ιδιαίτερα κοινό σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ωστόσο, χρησιμοποιείται συχνά σε προτάσεις που περιλαμβάνουν τη διαδικασία ίδρυσης ή καθιέρωσης θεσμών ή κανόνων.
Η θέσπιση σαφών κανόνων είναι θεμελιώδης για την επιτυχία του έργου.
La escuela planea instituir un programa nuevo para apoyar a los estudiantes.
Το σχολείο σχεδιάζει να καθιερώσει ένα νέο πρόγραμμα για να στηρίξει τους μαθητές.
La comunidad decidió instituir un comité para organizar el evento.
Η λέξη "instituir" προέρχεται από το λατινικό "instituere", το οποίο σημαίνει "να βάλεις σε θέση" ή "να εγκαταστήσεις".
Συνώνυμα: - instaurar (να εγκαθιδρύσει) - establecer (να καθιερώσει) - fundar (να ιδρύσει)
Αντώνυμα: - abolir (να καταργήσει) - desinstituir (να διαλύσει)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "instituir" καθώς και της σημασίας και χρήσης της στα Ισπανικά και Ελληνικά.