Instituto είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/ins.tiˈtu.ðo/
Η λέξη "instituto" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε έναν οργανισμό ή ίδρυμα που έχει εκπαιδευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς. Στους διάφορους τομείς μπορεί να αφορά σχολές, πανεπιστήμια, ή ειδικά κέντρα εκπαίδευσης και έρευνας. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό, ειδικά σε ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά συμφραζόμενα.
El instituto ofrece diversos programas de estudio.
(Το ινστιτούτο προσφέρει διάφορα προγράμματα σπουδών.)
Mi hermana se graduó en el instituto de tecnología.
(Η αδελφή μου αποφοίτησε από το ινστιτούτο τεχνολογίας.)
El nuevo instituto fue inaugurado el mes pasado.
(Το νέο ινστιτούτο εγκαινιάστηκε τον περασμένο μήνα.)
Η λέξη "instituto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι συνηθισμένη σε πολλές πολύ συγκεκριμένες εκφράσεις όπως άλλες λέξεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει κοινές φράσεις.
He decidido inscribirme en un instituto de idiomas para aprender inglés.
(Απόφασα να εγγραφώ σε ένα ινστιτούτο γλωσσών για να μάθω αγγλικά.)
Instituto de investigación
(Ινστιτούτο έρευνας)
El instituto de investigación está trabajando en nuevos tratamientos para enfermedades.
(Το ινστιτούτο έρευνας εργάζεται σε νέες θεραπείες για ασθένειες.)
Instituto académico
(Ακαδημαϊκό ινστιτούτο)
Η λέξη "instituto" προέρχεται από το λατινικό "institutum," το οποίο σημαίνει «ιδρυμένο» ή «καθιδρυμένο». Ο όρος χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε οργανισμό ή ίδρυμα που παρέχει εκπαίδευση ή ερευνητική υποστήριξη.
Συνώνυμα: - Centro (κέντρο) - Organización (οργάνωση) - Fundación (ίδρυμα)
Αντώνυμα:
- Desorganización (αταξία)
- Caos (χάος)
- Desinstitucionalización (αποϊδρυματοποίηση)