Επίθετο
/iŋˈstɹʌk.tɚ/
Η λέξη "instructor" αναφέρεται σε ένα άτομο που διδάσκει ή εκπαιδεύει άλλους σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, συνήθως σε σχέση με επαγγελματική ή ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε εκπαιδευτικά πλαίσια, όπως σχολεία, πανεπιστήμια ή ειδικά προγράμματα κατάρτισης. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως και αποδίδεται σε πολλές μορφές εκπαίδευσης, από αθλητές έως επιχειρηματίες.
El instructor de yoga nos enseñará nuevas técnicas de respiración.
(Ο δάσκαλος γιόγκα θα μας διδάξει νέες τεχνικές αναπνοής.)
El instructor me ayudó a mejorar mis habilidades en matemáticas.
(Ο εκπαιδευτής με βοήθησε να βελτιώσω τις ικανότητές μου στα μαθηματικά.)
La escuela contrató a un nuevo instructor de música este año.
(Το σχολείο προσέλαβε έναν νέο καθηγητή μουσικής φέτος.)
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "instructor" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Un instructor para cada necesidad.
(Ένας εκπαιδευτής για κάθε ανάγκη.)
Η φράση δηλώνει ότι υπάρχουν εκπαιδευτές για κάθε τύπο εκπαίδευσης ή ανάγκης.
Buscar un instructor con experiencia.
(Να ψάξεις για έναν εκπαιδευτή με εμπειρία.)
Υποδεικνύει ότι είναι σημαντικό να βρει κανείς έναν εκπαιδευτή που έχει γνώσεις και εμπειρία στον τομέα του.
El instructor guía a los estudiantes hacia el éxito.
(Ο εκπαιδευτής καθοδηγεί τους μαθητές προς την επιτυχία.)
Αυτό δείχνει τον ρόλο του εκπαιδευτή στη διαδικασία εκμάθησης.
El instructor es clave en el proceso de aprendizaje.
(Ο εκπαιδευτής είναι κλειδί στη διαδικασία μάθησης.)
Υπογραμμίζει τη σημασία του εκπαιδευτή στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Η λέξη "instructor" προέρχεται από το λατινικό "instructorem," που σημαίνει "δασκάλα" ή "εκπαιδευτής," το οποίο είναι παραγόμενο από το ρήμα "instruere," που σημαίνει "να διδάσκω."
Συνώνυμα: - docente (καθηγητής) - formador (εκπαιδευτής) - mentor (μέντορας)
Αντώνυμα: - alumno (μαθητής) - inexperto (μη έμπειρος) - ignorante (αγνοών)