instruido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

instruido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα/Επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

[ins.tɾuˈiðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη instruido χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει αποκτήσει εκπαίδευση ή γνώση σε κάποιο τομέα. Συνήθως αναφέρεται σε κάποιον που είναι καλά μορφωμένος ή ενημερωμένος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él es un hombre instruido que sabe mucho sobre historia.
  2. Αυτός είναι ένας μορφωμένος άντρας που ξέρει πολλά για την ιστορία.

  3. Las personas instruidas tienen más oportunidades en la vida.

  4. Οι μορφωμένοι άνθρωποι έχουν περισσότερες ευκαιρίες στη ζωή.

  5. El maestro se siente orgulloso de sus estudiantes instruidos.

  6. Ο δάσκαλος αισθάνεται περήφανος για τους μορφωμένους μαθητές του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη instruido δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που αφορούν την εκπαίδευση και τη γνώση:

  1. Ser instruido es un paso hacia el éxito.
  2. Το να είσαι μορφωμένος είναι ένα βήμα προς την επιτυχία.

  3. Una mente instruida es un tesoro invaluable.

  4. Μια μορφωμένη σκέψη είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός.

  5. Los líderes instruidos inspiran a otros a aprender.

  6. Οι μορφωμένοι ηγέτες εμπνέουν τους άλλους να μάθουν.

  7. En la sociedad, los individuos instruidos marcan la diferencia.

  8. Στην κοινωνία, οι μορφωμένοι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά.

  9. La sabiduría de un individuo instruido puede cambiar el mundo.

  10. Η σοφία ενός μορφωμένου ατόμου μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη instruido προέρχεται από το ρήμα instruir, που σημαίνει «εκπαιδεύω» ή «διδάσκω» στα Ισπανικά. Η ρίζα της είναι η λατινική λέξη instruere, που σημαίνει «συντάσσω» ή «οργανώνω».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Educado (καλώς εκπαιδευμένος) - Culto (καταρτισμένος)

Αντώνυμα: - Ignorante (αμαθής) - Inculto (αμόρφωτος)



23-07-2024