Ρήμα/Επίθετο.
[ins.tɾuˈiðo]
Η λέξη instruido χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει αποκτήσει εκπαίδευση ή γνώση σε κάποιο τομέα. Συνήθως αναφέρεται σε κάποιον που είναι καλά μορφωμένος ή ενημερωμένος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο.
Αυτός είναι ένας μορφωμένος άντρας που ξέρει πολλά για την ιστορία.
Las personas instruidas tienen más oportunidades en la vida.
Οι μορφωμένοι άνθρωποι έχουν περισσότερες ευκαιρίες στη ζωή.
El maestro se siente orgulloso de sus estudiantes instruidos.
Η λέξη instruido δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που αφορούν την εκπαίδευση και τη γνώση:
Το να είσαι μορφωμένος είναι ένα βήμα προς την επιτυχία.
Una mente instruida es un tesoro invaluable.
Μια μορφωμένη σκέψη είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός.
Los líderes instruidos inspiran a otros a aprender.
Οι μορφωμένοι ηγέτες εμπνέουν τους άλλους να μάθουν.
En la sociedad, los individuos instruidos marcan la diferencia.
Στην κοινωνία, οι μορφωμένοι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά.
La sabiduría de un individuo instruido puede cambiar el mundo.
Η λέξη instruido προέρχεται από το ρήμα instruir, που σημαίνει «εκπαιδεύω» ή «διδάσκω» στα Ισπανικά. Η ρίζα της είναι η λατινική λέξη instruere, που σημαίνει «συντάσσω» ή «οργανώνω».
Συνώνυμα: - Educado (καλώς εκπαιδευμένος) - Culto (καταρτισμένος)
Αντώνυμα: - Ignorante (αμαθής) - Inculto (αμόρφωτος)