Το "instruir" είναι ρήμα.
/insˈtɾuɾ/
Το "instruir" σημαίνει να διδάσκεις ή να παρέχεις πληροφορίες σε κάποιον ώστε να αποκτήσει γνώσεις ή δεξιότητες. Χρησιμοποιείται ευρέως και στους τομείς της εκπαίδευσης, της νομικής και της διοίκησης. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και δεν απουσιάζει και από τον προφορικό.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται πολύ συχνά, ιδιαίτερα στα πλαίσια διαλέξεων, εκπαιδευτικών πορτοφόλων και νομικών κειμένων.
El doctor debe instruir a sus pacientes sobre el tratamiento.
Ο γιατρός πρέπει να διδάξει στους ασθενείς του για τη θεραπεία.
Es importante instruir a los empleados sobre las regulaciones.
Είναι σημαντικό να ενημερώσουμε τους υπαλλήλους σχετικά με τους κανονισμούς.
Los manuales suelen instruir a los usuarios sobre cómo utilizar los productos.
Τα εγχειρίδια συνήθως καθοδηγούν τους χρήστες για το πώς να χρησιμοποιούν τα προϊόντα.
Στα Ισπανικά, το "instruir" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορα συμφραζόμενα.
Instruir con el ejemplo es la mejor manera de enseñar.
Η καθοδήγηση με το παράδειγμα είναι ο καλύτερος τρόπος να διδάξεις.
Los profesores no solo instruyen, sino que también inspiran a sus estudiantes.
Οι καθηγητές δεν διδάσκουν μόνο, αλλά εμπνέουν επίσης τους μαθητές τους.
Instruir a la comunidad sobre derechos y deberes es fundamental.
Η ενημέρωση της κοινότητας για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις είναι θεμελιώδης.
Η λέξη "instruir" προέρχεται από το λατινικό "instruere", το οποίο σημαίνει "κατασκευάζω" ή "οδηγώ".
Συνώνυμα: - Enseñar (διδάσκω) - Orientar (καθοδηγώ) - Capacitar (εκπαιδεύω)
Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Desinformar (παρέχω παραπληροφόρηση)