Ο όρος "instrumental" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [instruˈmen.tal]
Η λέξη "instrumental" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τη χρήση εργαλείων ή οργάνων. Στο πλαίσιο της μουσικής, αναφέρεται σε κομμάτια που εκτελούνται με όργανα και όχι με φωνές. Στον τομέα της γλώσσας, μπορεί να αναφέρεται σε μια γραμματική πτυχή που δείχνει το μέσο ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση μιας ενέργειας.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά περιβάλλοντα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η ορχηστρική μουσική μπορεί να είναι πολύ χαλαρωτική.
En la gramática, el caso instrumental se utiliza para indicar el medio de acción.
Στη γραμματική, η πτώση εργαλείων χρησιμοποιείται για να υποδείξει το μέσο δράσης.
Este cuadro es instrumental para entender el contexto histórico de la época.
Η λέξη "instrumental" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, κυρίως στον τομέα της μουσικής και της ανάλυσης.
Η ορχηστρική μουσική είναι καίρια για τη συγκέντρωση κατά τη διάρκεια της μελέτης.
En la ciencia, los métodos instrumentales son esenciales para obtener resultados precisos.
Στην επιστήμη, οι εργαλειακές μέθοδοι είναι ουσιώδεις για να αποκτηθούν ακριβή αποτελέσματα.
Un buen líder es instrumental en el éxito de un equipo.
Η λέξη "instrumental" προέρχεται από τα Λατινικά "instrumentalis", που σημαίνει "σχετίζεται με ένα εργαλείο" ή "υποβοηθώντας".
Συνώνυμα: - οργανοπαικτικός - λειτουργικός - εργαλειακός
Αντώνυμα: - ανενεργός - ανεπιβεβαίωτος - αχρείαστος