Ο όρος "instrumento" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "instrumento" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /ins.tɾuˈmen.to/
Η ελληνική μετάφραση της λέξης "instrumento" είναι "όργανο" ή "εργαλείο".
Η λέξη "instrumento" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα εργαλείο ή όργανο, είτε σε φυσικό είτε σε μεταφορικό επίπεδο. Στην Ισπανία, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η μουσική (όργανο μουσικής), η ιατρική (ιατρικό εργαλείο) και οι επιστήμες (εργαλείο μέτρησης). Η χρήση της είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
El instrumento musical que toco es el piano.
(Το μουσικό όργανο που παίζω είναι το πιάνο.)
Necesitamos un instrumento adecuado para medir la temperatura.
(Χρειαζόμαστε ένα κατάλληλο εργαλείο για να μετρήσουμε τη θερμοκρασία.)
El abogado utilizó un instrumento legal para defender a su cliente.
(Ο δικηγόρος χρησιμοποίησε ένα νομικό εργαλείο για να υπερασπιστεί τον πελάτη του.)
Η λέξη "instrumento" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αναφορές σε εργαλεία, αλλά και σε μεταφορικές χρήσεις:
Tener a alguien como instrumento en sus manos.
(Να έχεις κάποιον σαν εργαλείο στα χέρια σου.)
Αυτό σημαίνει ότι κάποιος χρησιμοποιεί κάποιον άλλον για να επιτύχει τους δικούς του στόχους.
El arte es un instrumento de cambio social.
(Η τέχνη είναι ένα εργαλείο κοινωνικής αλλαγής.)
Αυτό δηλώνει ότι η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επηρεάσει την κοινωνία.
Es un instrumento valioso para el aprendizaje.
(Είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τη μάθηση.)
Αυτό υποδηλώνει ότι κάτι μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμο για εκπαιδευτικούς σκοπούς.
Considerar la educación como un instrumento de progreso.
(Να θεωρείς την εκπαίδευση ως εργαλείο προόδου.)
Αναφέρεται στη σημασία της εκπαίδευσης για την εξέλιξη της κοινωνίας.
Η λέξη "instrumento" προέρχεται από το λατινικό "instrumentum", που σημαίνει "εργαλείο" ή "μέσο". Η ρίζα της βρίσκεται στο ρήμα "instruere", που σημαίνει "οδηγώ" ή "διοργανώνω".
Συνώνυμα: - Herramienta (εργαλείο) - Utensilio (συσκευή) - Aparato (συσκευή)
Αντώνυμα: - Objeto inerte (ανενεργό αντικείμενο) - Desperdicio (σπατάλη)