Η λέξη "instrumentos" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός αριθμός της λέξης "instrumento".
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ins.tɾuˈmen.tos]
Η λέξη "instrumentos" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε αντικείμενα ή συσκευές που χρησιμοποιούνται για έναν συγκεκριμένο σκοπό, συνήθως για να παράγουν μουσική ή για να εκτελούνται εργασίες σε διάφορους τομείς (όπως η ιατρική, η επιστήμη ή η μηχανική). Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Los instrumentos musicales son esenciales para la orquesta.
(Τα μουσικά όργανα είναι βασικά για την ορχήστρα.)
Necesitamos más instrumentos para el laboratorio.
(Χρειαζόμαστε περισσότερα εργαλεία για το εργαστήριο.)
Ella toca muchos instrumentos diferentes.
(Αυτή παίζει πολλά διαφορετικά όργανα.)
Η λέξη "instrumentos" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Tener los instrumentos a mano.
(Να έχεις τα εργαλεία έτοιμα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι έχεις ετοιμάσει όλα όσα χρειάζεσαι για κάτι.
Instrumentos de trabajo.
(Εργαλεία δουλειάς.)
Αναφέρεται στα απαραίτητα εργαλεία που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί μια εργασία.
Ajustar los instrumentos.
(Ρυθμίζω τα όργανα.)
Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της μουσικής ή των επιστημών για να δηλώσει τη διαδικασία ρύθμισης.
La música es el mejor instrumento para expresar sentimientos.
(Η μουσική είναι το καλύτερο εργαλείο για να εκφράσεις συναισθήματα.)
Αυτή η φράση επισημαίνει την αξία της μουσικής ως όργανο επικοινωνίας.
Η λέξη "instrumentos" προέρχεται από το λατινικό "instrumentum", που σημαίνει "εργαλείο", "όργανο" ή "μέσο". Στην Ισπανική γλώσσα έχει διατηρηθεί η σημασία σε διάφορους τομείς.
Συνώνυμα: - herramientas (εργαλεία) - utensilios (σκεύη, εργαλεία)
Αντώνυμα: - desecho (απόρριμμα, κατάλοιπο) - inutilidad (αχρησία)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν όλες τις παραμέτρους γύρω από τη λέξη "instrumentos".