insuave (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Το "insuave" είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή
insuave: /inˈswaβe/
Χρήση στα Ισπανικά
Η λέξη "insuave" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται σπάνια και κυρίως στον γραπτό λόγο. Σημαίνει "αγέλαστος" ή "ακαταστατημένος".
Παραδειγματικές προτάσεις
- No soporto su insuave actitud. (Δεν μπορώ να υποστώ την αγέλαστη συμπεριφορά του.)
- Su vestimenta es bastante insuave para la ocasión. (Το ντύσιμό του είναι αρκετά ακατάστατο για την περίσταση.)
Ετυμολογία
Η λέξη "insuave" αποτελεί σύνθετο των Λατινικών "in" (όχι) και "suavis" (απαλός, γλυκός).
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: descortés, brusco, grosero
- Αντώνυμα: educado, amable, cortés