insuficiencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insuficiencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "insuficiencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la insuficiencia).

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /insufiˈθjenθja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "insuficiencia" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση ή κατάσταση όπου κάτι δεν είναι επαρκές ή δεν καλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες. Στα ιατρικά συμφραζόμενα, αναφέρεται συχνά σε οργανικές ή λειτουργικές ανεπάρκειες, όπως η καρδιογενούς ή νεφρικής ανεπάρκειας.

Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορείτε να τη βρείτε σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και έχει μεγαλύτερη παρουσία στα επίσημα κείμενα και τις επιστημονικές ή ιατρικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La insuficiencia económica ha llevado a muchas familias a vivir en la pobreza.
    (Η οικονομική ανεπάρκεια έχει οδηγήσει πολλές οικογένειες να ζουν στη φτώχεια.)

  2. La insuficiencia renal es una condición que requiere tratamiento médico.
    (Η νεφρική ανεπάρκεια είναι μια κατάσταση που απαιτεί ιατρική φροντίδα.)

  3. Muchos estudiantes sufren de insuficiencia de recursos para completar sus estudios.
    (Πολλοί φοιτητές υποφέρουν από ανεπάρκεια πόρων για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "insuficiencia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:

  1. Insuficiencia de recursos
    (Ανεπάρκεια πόρων)
  2. En este proyecto, hay una insuficiencia de recursos que limita nuestra capacidad de avanzar.
    (Σε αυτό το έργο, υπάρχει μια ανεπάρκεια πόρων που περιορίζει την ικανότητά μας να προχωρήσουμε.)

  3. Insuficiencia cardíaca
    (Καρδιογενής ανεπάρκεια)

  4. La insuficiencia cardíaca es un problema serio que afecta a millones de personas.
    (Η καρδιογενής ανεπάρκεια είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους.)

  5. Insuficiencia en el aprendizaje
    (Ανεπάρκεια στη μάθηση)

  6. La insuficiencia en el aprendizaje puede atribuirse a diversas causas, incluyendo el entorno familiar.
    (Η ανεπάρκεια στη μάθηση μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού περιβάλλοντος.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "insuficiencia" προέρχεται από τη λατινική λέξη "insufficientia", όπου η πρόθεση "in-" σημαίνει "μη" ή "λίγο" και "sufficientia" προέρχεται από το "sufficientem", το οποίο σημαίνει "αρκετός" ή "ικανός."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Acepción - Deficiencia - Falta

Αντώνυμα: - Suficiencia (επαρκής) - Abundancia (άφθονο) - Plenitud (πληρότητα)



23-07-2024