Insuficiente είναι ένα επίθετο.
/insu.fiˈθen.te/
Η λέξη insuficiente χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι ικανό ή επαρκές για να καλύψει μια συγκεκριμένη ανάγκη ή απαίτηση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική, το δίκαιο και η καθημερινή ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με λιγότερη χρήση σε προφορικό λόγο σε σχέση με το γραπτό περιβάλλον, όπου οι επίσημες αναφορές τείνουν να είναι πιο συνηθισμένες.
La financiación es insuficiente para el proyecto.
(Η χρηματοδότηση είναι ανεπαρκής για το έργο.)
Su esfuerzo fue insuficiente para lograr los resultados esperados.
(Η προσπάθειά του ήταν ανεπαρκής για να επιτύχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.)
El tratamiento fue declarado insuficiente por los médicos.
(Η θεραπεία κηρύχθηκε ανεπαρκής από τους γιατρούς.)
Η λέξη insuficiente συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
Tener recursos insuficientes.
(Να έχεις ανεπαρκείς πόρους.)
Un plan insuficiente para resolver el problema.
(Ένα ανεπαρκές σχέδιο για την επίλυση του προβλήματος.)
Sentirse insuficiente en el trabajo.
(Να αισθάνεσαι ανεπαρκής στη δουλειά.)
Calificaciones insuficientes para pasar el examen.
(Αρκετά ανεπαρκείς βαθμολογίες για να περάσεις το εξετάσιμο.)
La renta es insuficiente para vivir dignamente.
(Το εισόδημα είναι ανεπαρκές για να ζήσεις αξιοπρεπώς.)
Inversiones insuficientes en educación.
(Ανεπαρκείς επενδύσεις στην εκπαίδευση.)
Η λέξη insuficiente προέρχεται από το λατινικό insufficientem, που είναι το αρνητικό σχήμα του μέρους της λέξης sufficere, που σημαίνει “να είναι αρκετό” ή “να είναι ικανό”.
Συνώνυμα: - Deficiente (ατελής) - Inadecuado (ακατάλληλος)
Αντώνυμα: - Suficiente (αρκετός) - Adecuado (κατάλληλος)