Το "insuflar" είναι ρήμα.
/insuˈflaɾ/
Η λέξη "insuflar" σημαίνει την πράξη του να εισάγεις αέρα ή κάποιο αέριο μέσα σε κάτι, όπως π.χ. στις ιατρικές διαδικασίες (π.χ. για να φουσκώσει ένα μαξιλάρι ή να εισαχθεί αέρας σε σπλάχνα για διαγνωστικούς σκοπούς). Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ιατρικής, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τεχνικά ή σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη μηχανική.
Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικές και ιατρικές αναφορές.
El médico tuvo que insuflar aire en los pulmones del paciente.
(Ο γιατρός έπρεπε να εισάγει αέρα στους πνεύμονες του ασθενούς.)
Es importante insuflar correctamente el balón para que no se estropee.
(Είναι σημαντικό να φουσκώνουμε σωστά την μπάλα ώστε να μην χαλάσει.)
Para la prueba, deben insuflar gas en el sistema.
(Για τη δοκιμή, πρέπει να εισάγουν αέριο στο σύστημα.)
Η λέξη "insuflar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υποδηλώνουν την έννοια της ενίσχυσης ή της υποστήριξης.
Insuflar confianza
"El entrenador intentó insuflar confianza a sus jugadores antes del partido."
(Ο προπονητής προσπάθησε να μεταδώσει αυτοπεποίθηση στους παίκτες του πριν τον αγώνα.)
Insuflar energía
"La música puede insuflar energía a la multitud."
(Η μουσική μπορεί να δώσει ενέργεια στο πλήθος.)
Insuflar esperanza
"Las buenas noticias suelen insuflar esperanza a las personas."
(Τα καλά νέα συνήθως ενισχύουν την ελπίδα στους ανθρώπους.)
Insuflar aire de renovación
"El nuevo líder logró insuflar aire de renovación en la empresa."
(Ο νέος ηγέτης κατάφερε να φέρει αέρα ανανέωσης στην επιχείρηση.)
Η λέξη "insuflar" προέρχεται από το λατινικό "insufflare", το οποίο σημαίνει να φυσάς μέσα. Ενώνεται από το πρόθεμα "in-" (μέσα) και το "sufflare" (να φυσάς).
Συνώνυμα: - Inflar - Soplar
Αντώνυμα: - Desinflar (να ξεφουσκώσω) - Sacar aire (να αφαιρέσω αέρα)