Η λέξη "insufrible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "insufrible" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /in.suˈfɾi.βle/
Η λέξη "insufrible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ανυπόφορο ή απαθή, δηλαδή δύσκολο να αντεπεξέλθει κανείς ή να το υποστεί. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στη μεσογειακή καθημερινότητα, όπου οι άνθρωποι εκφράζουν τα συναισθήματά τους πιο άμεσα.
El calor en verano puede ser insufrible.
(Η ζέστη το καλοκαίρι μπορεί να είναι ανυπόφορη.)
Su actitud es tan insufrible que nadie quiere estar cerca de él.
(Η στάση του είναι τόσο ανυπόφορη που κανείς δεν θέλει να είναι κοντά του.)
Después de tantas horas de espera, la situación se volvió insufrible.
(Μετά από τόσες ώρες αναμονής, η κατάσταση έγινε ανυπόφορη.)
Η λέξη "insufrible" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Estar en una situación insufrible.
(Να βρίσκεσαι σε μια ανυπόφορη κατάσταση.)
Una espera insufrible.
(Μια ανυπόφορη αναμονή.)
Un dolor insufrible.
(Ένας ανυπόφορος πόνος.)
Η λέξη "insufrible" προέρχεται από το ισπανικό πρόθεμα "in-" που δηλώνει άρνηση, και το ρήμα "sufrir" (να υποφέρει) που έχει λατινικές ρίζες. Έτσι, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει "αυτό που δεν μπορεί να υποφερθεί."