insular - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insular (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/insuˈlaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "insular" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με ένα νησί ή που έχει τα χαρακτηριστικά ενός νησιού. Σημαίνει επίσης απομονωμένος ή περιορισμένος σε γνώσεις και εμπειρίες, επικεντρωμένος σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή άποψη. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται στη γεωγραφία για να περιγράψει συγκεκριμένα νησιά ή νησιώτικες περιοχές, καθώς και στην ιατρική ή κοινωνική ανάλυση που ασχολείται με την απομόνωση ή περιθωριοποίηση ομάδων ή ατόμων.

Χρήση

Η λέξη "insular" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότερη εμφάνιση σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα που σχετίζονται με γεωγραφία, κοινωνιολογία και ιατρική.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. La cultura insular tiene características únicas.
  2. Η νησιωτική κουλτούρα έχει μοναδικά χαρακτηριστικά.

  3. Los problemas insulares requieren soluciones especiales.

  4. Τα νησιώτικα προβλήματα απαιτούν ειδικές λύσεις.

  5. Viven en una comunidad insular que está aislada del resto.

  6. Ζουν σε μια νησιωτική κοινότητα που είναι απομονωμένη από τους άλλους.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Pensar de manera insular
  2. Να σκέφτεσαι με περιορισμένη αντίληψη.
  3. Ejemplo: "A veces, pensar de manera insular puede limitar nuestras oportunidades."
  4. Μερικές φορές, η περιορισμένη σκέψη μπορεί να περιορίσει τις ευκαιρίες μας.

  5. Actitud insular

  6. Απομονωμένη ή περιορισμένη στάση.
  7. Ejemplo: "Su actitud insular le impide entender otras perspectivas."
  8. Η απομονωμένη στάση του τον εμποδίζει να κατανοήσει άλλες προοπτικές.

  9. Cultura insular

  10. Πολιτισμός που έχει αναπτυχθεί σε νησάκια.
  11. Ejemplo: "La cultura insular de las islas Canarias es fascinante."
  12. Ο νησιωτικός πολιτισμός των Καναρίων Νησιών είναι συναρπαστικός.

  13. Desarrollo insular

  14. Ανάπτυξη περιορισμένης ή απομονωμένης περιοχής.
  15. Ejemplo: "El desarrollo insular requiere un enfoque específico."
  16. Η νησιωτική ανάπτυξη απαιτεί μια συγκεκριμένη προσέγγιση.

Ετυμολογία

Η λέξη "insular" προέρχεται από το λατινικό "insularis", που σημαίνει "νησί". Αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το "insula", που σημαίνει "νησί".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Nisiático - Aislado (σε κατάλληλο συμφραζόμενο)

Αντώνυμα: - Continental - Conectado

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την ισπανική λέξη "insular", την χρήση και τις εκφράσεις που σχετίζονται με αυτήν.



23-07-2024