Επίθετο
/insuˈlaɾ/
Η λέξη "insular" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με ένα νησί ή που έχει τα χαρακτηριστικά ενός νησιού. Σημαίνει επίσης απομονωμένος ή περιορισμένος σε γνώσεις και εμπειρίες, επικεντρωμένος σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή άποψη. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται στη γεωγραφία για να περιγράψει συγκεκριμένα νησιά ή νησιώτικες περιοχές, καθώς και στην ιατρική ή κοινωνική ανάλυση που ασχολείται με την απομόνωση ή περιθωριοποίηση ομάδων ή ατόμων.
Η λέξη "insular" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότερη εμφάνιση σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα που σχετίζονται με γεωγραφία, κοινωνιολογία και ιατρική.
Η νησιωτική κουλτούρα έχει μοναδικά χαρακτηριστικά.
Los problemas insulares requieren soluciones especiales.
Τα νησιώτικα προβλήματα απαιτούν ειδικές λύσεις.
Viven en una comunidad insular que está aislada del resto.
Μερικές φορές, η περιορισμένη σκέψη μπορεί να περιορίσει τις ευκαιρίες μας.
Actitud insular
Η απομονωμένη στάση του τον εμποδίζει να κατανοήσει άλλες προοπτικές.
Cultura insular
Ο νησιωτικός πολιτισμός των Καναρίων Νησιών είναι συναρπαστικός.
Desarrollo insular
Η λέξη "insular" προέρχεται από το λατινικό "insularis", που σημαίνει "νησί". Αυτό με τη σειρά του προέρχεται από το "insula", που σημαίνει "νησί".
Συνώνυμα: - Nisiático - Aislado (σε κατάλληλο συμφραζόμενο)
Αντώνυμα: - Continental - Conectado
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την ισπανική λέξη "insular", την χρήση και τις εκφράσεις που σχετίζονται με αυτήν.