Το "insulso" είναι επίθετο.
[inˈsul.so]
Η λέξη "insulso" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι άγευστο ή χωρίς γεύση. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να αναφέρεται σε καταστάσεις, συζητήσεις ή άτομα που είναι αδιάφορα ή μη ενδιαφέροντα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται επίσης και στα γραπτά κείμενα.
Το φαγητό ήταν άνοστο και χωρίς γεύση.
Su discurso fue insulso y no captó la atención del público.
Ο λόγος του ήταν αδιάφορος και δεν τράβηξε την προσοχή του κοινού.
Me parece insulso discutir sobre temas triviales.
Η λέξη "insulso" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που εκφράζουν τον έλεγχο ή την απογοήτευση για κάτι που θεωρείται ανιαρό ή χωρίς νόημα.
Να έχεις μια άνοστη ζωή.
Un chiste insulso puede arruinar la atmósfera.
Ένα άνοστο αστείο μπορεί να καταστρέψει την ατμόσφαιρα.
Evitar conversaciones insulsas durante la cena.
Να αποφεύγεις τις αδιάφορες συζητήσεις κατά τη διάρκεια του δείπνου.
No me gustan las películas insulsas que no tienen trama.
Η λέξη "insulso" προέρχεται από το λατινικό "insulsus", που αποτελείται από το "in-" (μη) και "salsus", που σημαίνει "αλατισμένος" ή "νοστιμιάς".
Συνώνυμα: - insípido (άγευστος) - soso (άνοστος)
Αντώνυμα: - sabroso (νόστιμος) - interesante (ενδιαφέρον)