Το "insultar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "insultar" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /insulˈtaɾ/
Το "insultar" σημαίνει να επιτίθεσαι σε κάποιον με λόγια ή να προσβάλλεις την αξιοπρέπεια ή τον χαρακτήρα κάποιου. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια πράξη που προκαλεί ψυχολογικό ή συναισθηματικό πόνο σε άλλους. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά και στις δύο μορφές, προφορικά και γραπτά, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο προφορικό λόγο λόγω της φύσης των διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων.
Μερικές ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "insultar":
Δεν είναι δίκαιο να προσβάλλεις την νοημοσύνη των άλλων.
Insultar sin razón
Δεν θα έπρεπε να προσβάλλεις χωρίς λόγο, είναι πολύ ασυγκίνητο.
Insultar a voleo
Οι άνθρωποι μερικές φορές βρίζουν αυθαίρετα στα κοινωνικά δίκτυα.
Insultar con intención
Η λέξη "insultar" προέρχεται από το λατινικό "insultare", το οποίο σημαίνει "να πηδήξει επάνω", που μεταφορικά εξελιχθεί στο "να επιτεθεί με λόγια".
Συνώνυμα: - Ofender - Agraviar
Αντώνυμα: - Elogiar (να επαινέσεις) - Alabar (να θαυμάσεις)