Η λέξη "insulto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /inˈsulto/
Η λέξη "insulto" αναφέρεται σε μια προσβλητική ή υβριστική δήλωση ή πράξη που προκαλεί αίσθημα ντροπής ή προσβολής στον παραλήπτη. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, καθώς και στη γραπτή μορφή, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν την επίθεση ή την κατηγορία.
El insulto que le dijo fue muy hiriente.
(Η προσβολή που του είπε ήταν πολύ προσβλητική.)
No tolero ningún insulto hacia mis amigos.
(Δεν ανέχομαι καμία προσβολή προς τους φίλους μου.)
“Él siempre echa un insulto cuando está enojado.”
(Αυτός πάντα πετάει μια προσβολή όταν είναι θυμωμένος.)
Tomarse un insulto a pecho.
(Να παίρνω μια προσβολή κατάκαρδα.)
“Te aconsejo que no te tomes el insulto a pecho, no lo pensó en serio.”
(Σου προτείνω να μην πάρεις την προσβολή κατάκαρδα, δεν το εννοούσε σοβαρά.)
Un insulto grave.
(Μια σοβαρή προσβολή.)
Η λέξη "insulto" προέρχεται από το λατινικό "insultus", το οποίο σημαίνει "επίθεση" ή "προσβολή". Αυτή η λέξη σχηματίστηκε από το πρόθεμα "in-" και το ρήμα "salire", που σημαίνει "πηδάω".
Συνώνυμα: - ofensa (προσβολή) - agravio (άδικο/παράλειψη)
Αντώνυμα: - elogio (έπαινος) - alabanza (επαινολόγηση)