insumo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

insumo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "insumo" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μετα transcription

Φωνητική μεταγραφή: [inˈsumo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "insumo" αναφέρεται σε οποιοδήποτε προϊόν, πρώτες ύλες ή υπηρεσία που χρησιμοποιείται στη διαδικασία παραγωγής αγαθών. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της οικονομίας και της βιομηχανίας, καθώς και στη διαχείριση εφοδιαστικών αλυσίδων. Στη γλώσσα των οικονομικών, η έννοια του "insumo" σχετίζεται με τους παράγοντες παραγωγής, ειδικά αυτούς που απαιτούνται για την παραγωγή ενός προϊόντος ή υπηρεσίας. Στη συγκεκριμένη γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο και σε επαγγελματικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Los insumos son fundamentales para la producción de bienes.

    Οι πόροι είναι θεμελιώδεις για την παραγωγή αγαθών.

  2. Es necesario bajar el costo de los insumos para aumentar la rentabilidad.

    Είναι απαραίτητο να μειωθεί το κόστος των πρώτων υλών για να αυξηθεί η κερδοφορία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "insumo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που είναι κοινές στον τομέα της οικονομίας:

  1. "La eficiencia en el uso de insumos es clave para el éxito empresarial."

    Η αποδοτικότητα στη χρήση πόρων είναι κλειδί για την επιχειρηματική επιτυχία.

  2. "Los insumos de calidad garantizan un producto final superior."

    Ποιότητες πρώτες ύλες εξασφαλίζουν ένα ανώτερο τελικό προϊόν.

  3. "La escasez de insumos puede afectar la producción."

    Η έλλειψη πρώτων υλών μπορεί να επηρεάσει την παραγωγή.

  4. "Aumentar la inversión en insumos es vital en tiempos de crisis."

    Οι αυξήσεις επενδύσεων σε πόρους είναι ζωτικής σημασίας σε καιρούς κρίσης.

  5. "El análisis de insumos es esencial para la planificación estratégica."

    Η ανάλυση πόρων είναι απαραίτητη για τον στρατηγικό σχεδιασμό.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "insumo" προέρχεται από το ρήμα "insumir", που παράγεται από το "en-" (μέσα) και "sumir" (να βυθίσω ή να εισάγω). Η έννοια επικεντρώνεται στο στοιχείο που εισάγεται ή βυθίζεται στη διαδικασία παραγωγής.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - recurso - materia prima - elemento

Αντώνυμα: - desperdicio (απόβλητο) - escasez (έλλειψη)



23-07-2024