Η λέξη "insuperable" είναι επίθετο.
Η διεθνής φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: /insuˈpeɾaβle/
Η λέξη "insuperable" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί ή να ξεπεραστεί με κάποιο τρόπο, συχνά χρησιμοποιούμενη για να δηλώσει πρόβλημα, δυσκολία ή εμπόδιο που είναι ιδιαίτερα δύσκολο ή αδύνατο να αντιμετωπιστεί. Χρησιμοποιείται συχνά και στη γραπτή και στην προφορική γλώσσα, αν και η συχνότητά της μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El desafío que enfrentamos es insuperable. - Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι αξεπέραστη.
Η λέξη "insuperable" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και μπορεί να εκφράσει έννοιες όπως αδυναμία ή αδυναμία υπέρβασης.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Su talento es insuperable; nadie puede compararse a él. - Το ταλέντο του είναι αξεπέραστο· κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του.
Η κατάσταση έγινε αξεπέραστη όταν πήραν αυτή την απόφαση.
Nos enfrentamos a un problema insuperable en este proyecto.
Αντιμετωπίζουμε ένα αξεπέραστο πρόβλημα σε αυτό το έργο.
Su fuerza de voluntad es insuperable, siempre logra lo que se propone.
Η δύναμη της θέλησής της είναι αξεπέραστη, πάντα επιτυγχάνει ό,τι βάζει στο μυαλό της.
El amor que siente por su familia es insuperable.
Η λέξη "insuperable" προέρχεται από το λατινικό "insuperabilis", το οποίο είναι σύνθετη λέξη από το "in-" (μη) και "superare" (να ξεπερνά).
Συνώνυμα: - insuperado - inigualable - inalcanzable
Αντώνυμα: - superable - realizable - alcanzable