Η λέξη "insurgente" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/insuɾˈxente/
Η λέξη "insurgente" στα Ισπανικά αναφέρεται σε άτομο που επαναστατεί ή αντιτίθεται σε μια αρχή, κυρίως σε κυβερνητικές ή στρατιωτικές δυνάμεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μύστες ή ομάδες που αντεκδικούμαστε ή που αγωνίζονται για πολιτικά δικαιώματα ή αλλαγές σε μια κυβέρνηση.
Η χρήση της λέξης "insurgente" είναι κοινή και κυρίως σε πολιτικά ή ιστορικά πλαίσια. Τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο καθώς οι διαφορές στο πολιτικό τοπίο συζητούνται συχνά σε άρθρα, δοκίμια ή βιβλία. Ωστόσο, μπορεί επίσης να προκύψει σε προφορικό λόγο κατά συζητήσεις που αφορούν επαναστάσεις ή κοινωνικές διεκδικήσεις.
Los insurgentes lucharon por la libertad de su pueblo.
(Οι αντάρτες αγώνισαν για την ελευθερία του λαού τους.)
El gobierno intentó reprimir a los insurgentes.
(Η κυβέρνηση προσπάθησε να καταστείλει τους αντάρτες.)
Los insurgentes proclamaron un nuevo estado independiente.
(Οι αντάρτες κήρυξαν ένα νέο ανεξάρτητο κράτος.)
Η λέξη "insurgente" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αντίσταση ή την επαναστατική δράση. Ορισμένες παραδείγματα:
"Insurgente al sistema"
(Αντάρτης του συστήματος) - χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που αντιτίθεται σε κατεστημένες κοινωνικές ή πολιτικές δομές.
"Ser un insurgente"
(Να είσαι αντάρτης) - αναφέρεται σε κάποιον που αναλαμβάνει δράση ενάντια στην αδικία ή την καταπίεση.
"La voz de los insurgentes"
(Η φωνή των ανταρτών) - αναφέρεται σε αυτό που εκπροσωπεί ή εκφράζει τις επιθυμίες και τις ανάγκες των επαναστατών.
"Movimientos insurgentes"
(Επαναστατικά κινήματα) - αναφέρεται σε ομάδες ή οργανώσεις που αγωνίζονται ενάντια στις κυβερνητικές αρχές.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "insurgens", που σημαίνει "αναδύομαι" ή "αφύσικο", το οποίο συνδέεται με την έννοια της άρσης ή της αντεπίθεσης.
Συνώνυμα: - rebelde (επαναστάτης) - sublevado (ανυπότακτος)
Αντώνυμα: - sumiso (υποταγμένος) - obediente (υπάκουος)