Επίθετο.
[in'ta.xa.βle]
Η λέξη "intachable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι χωρίς ψεγάδια, τέλειος ή αψεγάδιαστος σε ηθικούς ή άλλους τομείς. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η νομική, η πολιτική ή η κοινωνία γενικότερα, για να δηλώσει ένα υψηλό επίπεδο ηθικής ή επαγγελματικής ακεραιότητας. Υπάρχει μια σχετική συχνή χρήση της λέξης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιθανώς θα την βρείτε συχνότερα σε επίσημα ή γραπτά κείμενα.
Su comportamiento siempre ha sido intachable en el trabajo.
Η συμπεριφορά του πάντα ήταν αμεμπτη στη δουλειά.
El abogado presentó un caso intachable ante el tribunal.
Ο δικηγόρος παρουσίασε μια άσπιλη υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου.
Η λέξη "intachable" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη συμπεριφορά, την ηθική ή την ακεραιότητα.
Su reputación es intachable en el mundo académico.
Η φήμη του είναι άσπιλη στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Debes mantener un historial intachable si quieres ser considerado para ese puesto.
Πρέπει να διατηρείς ένα αμεμπτο ιστορικό αν θέλεις να θεωρηθείς για αυτή τη θέση.
En esta profesión, es muy importante tener una conducta intachable.
Σε αυτό το επάγγελμα, είναι πολύ σημαντικό να έχεις αψεγάδιαστη συμπεριφορά.
Η λέξη προέρχεται από τον λατινικό όρο "intactabilis", όπου "in-" σημαίνει "μη" και "tangere" σημαίνει "αγγίζω" ή "πληγώνω". Η έννοια που προκύπτει είναι αυτή του "μη προσβεβλημένου" ή "μη αγγισμένου", υποδεικνύοντας μια ακεραιότητα χωρίς ελαττώματα.
Συνώνυμα: - Aceptable - Correcto - Irreprochable
Αντώνυμα: - Defectuoso - Culpable - Reprochable