intacto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intacto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Intacto είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/iŋˈtak.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Στα ισπανικά, η λέξη intacto σημαίνει κάτι που παραμένει σε αμετάβλητη κατάσταση, χωρίς να έχει υποστεί βλάβη ή αλλοίωση. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα, συναισθήματα, καταστάσεις ή ακόμα και νόμους που δεν έχουν επηρεαστεί αρνητικά. Στη γλώσσα, η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα χρήσης μπορεί να είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El paquete llegó intacto a su destino.
  2. Το πακέτο έφτασε άθικτο στον προορισμό του.

  3. El recuerdo de aquel día sigue intacto en mi mente.

  4. Η ανάμνηση εκείνης της ημέρας παραμένει αμετάβλητη στο μυαλό μου.

  5. A pesar del tiempo, su amistad se ha mantenido intacta.

  6. Παρ' όλο που πέρασε ο χρόνος, η φιλία τους έχει παραμείνει άθικτη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη intacto χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράζει μια κατάσταση ακεραιότητας ή αναλλοίωτης φύσης.

  1. Mantener algo intacto.
  2. Σημαίνει: Να διατηρήσεις κάτι άθικτο.
  3. Πρόταση: Es importante mantener los documentos intactos durante la auditoría.

    • Είναι σημαντικό να διατηρήσεις τα έγγραφα άθικτα κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης.
  4. El legado permanece intacto.

  5. Σημαίνει: Η κληρονομιά παραμένει άθικτη.
  6. Πρόταση: El legado de su trabajo permanece intacto en la memoria de las personas.

    • Η κληρονομιά της δουλειάς του παραμένει άθικτη στη μνήμη των ανθρώπων.
  7. Quedar intacto.

  8. Σημαίνει: Να παραμείνει άθικτο.
  9. Πρόταση: Después del accidente, el coche quedó intacto sorprendentemente.
    • Μετά το ατύχημα, το αυτοκίνητο παρέμεινε άθικτο, εκπληκτικά.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη intacto προέρχεται από το λατινικό "intactus", που σημαίνει "μη αγγιγμένος" ή "μη θιγμένος". Το "in-" (όχι) και "tacta" (αφή, άγγιγμα) συνηγόρησαν στο νόημα της λέξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Íntegro - Intachable - Intocado

Αντώνυμα: - Dañado - Alterado - Modificado



22-07-2024