Intacto είναι επίθετο.
/iŋˈtak.to/
Στα ισπανικά, η λέξη intacto σημαίνει κάτι που παραμένει σε αμετάβλητη κατάσταση, χωρίς να έχει υποστεί βλάβη ή αλλοίωση. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα, συναισθήματα, καταστάσεις ή ακόμα και νόμους που δεν έχουν επηρεαστεί αρνητικά. Στη γλώσσα, η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα χρήσης μπορεί να είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο.
Το πακέτο έφτασε άθικτο στον προορισμό του.
El recuerdo de aquel día sigue intacto en mi mente.
Η ανάμνηση εκείνης της ημέρας παραμένει αμετάβλητη στο μυαλό μου.
A pesar del tiempo, su amistad se ha mantenido intacta.
Η λέξη intacto χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράζει μια κατάσταση ακεραιότητας ή αναλλοίωτης φύσης.
Πρόταση: Es importante mantener los documentos intactos durante la auditoría.
El legado permanece intacto.
Πρόταση: El legado de su trabajo permanece intacto en la memoria de las personas.
Quedar intacto.
Η λέξη intacto προέρχεται από το λατινικό "intactus", που σημαίνει "μη αγγιγμένος" ή "μη θιγμένος". Το "in-" (όχι) και "tacta" (αφή, άγγιγμα) συνηγόρησαν στο νόημα της λέξης.
Συνώνυμα: - Íntegro - Intachable - Intocado
Αντώνυμα: - Dañado - Alterado - Modificado