Η λέξη "integramente" είναι επίρρημα.
Фωνητική μεταγραφή: /inteɾɣaˈmente/
Η λέξη "integramente" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια του "ολοκληρωτικά" ή "πλήρως". Στη γλώσσα των νομικών, το επίρρημα αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ότι κάτι γίνεται με έναν πλήρη ή συνολικό τρόπο. Η χρήση του είναι συχνή και σε γραπτά κείμενα, όπως νομικά έγγραφα, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Ο νόμος εφαρμόζεται ολοκληρωτικά σε όλους τους πολίτες.
El contrato fue aceptado integramente por ambas partes.
Η λέξη "integramente" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις όπου μπορεί να συνδεθεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει συγκεκριμένες φράσεις:
Να είσαι ολοκληρωτικά υπεύθυνος.
Cumplir integramente con los requisitos.
Να πληρούνται πλήρως οι απαιτήσεις.
Invertir integramente en el proyecto.
Να επενδύσεις ολοκληρωτικά στο έργο.
Aceptar las condiciones integramente.
Η λέξη "integramente" προέρχεται από το επίθετο "íntegro", που σημαίνει "ολόκληρος", "άμεμπτος", συνδυασμένο με την κατάληξη "-mente" που σχηματίζει επίρρημα.
Συνώνυμα: - plenamente - totalmente - cabalmente
Αντώνυμα: - parcialmente - incompletamente - superficialmente