Η λέξη "integrante" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "integrante" είναι /in.teˈɣɾan.te/.
Η λέξη "integrante" σημαίνει "μέλος" ή "συνιστώσα" και χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε οποιοδήποτε μέλος μίας ομάδας, οργανισμού ή συνόλου. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε ένα από τα μέλη ενός νομικού σώματος ή μίας καταστατικής διάταξης. Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο.
Τα μέλη της ομάδας συγκεντρώθηκαν για να εκφράσουν τις απόψεις τους.
Cada integrante tiene un papel importante en el proyecto.
Η λέξη "integrante" χρησιμοποιείται ελάχιστα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις σχετικές με τη συνεργασία ή την ομαδικότητα.
Το να είσαι μέλος μιας ομάδας κάνει όλους να συνεργαζόμαστε καλύτερα.
Los integrantes de la comunidad deben trabajar juntos para lograr sus objetivos.
Τα μέλη της κοινότητας πρέπει να εργάζονται μαζί για να επιτύχουν τους στόχους τους.
Cada integrante del comité aporta una perspectiva única.
Η λέξη "integrante" προέρχεται από τη λατινική λέξη "integrare", που σημαίνει "να ολοκληρώνει" ή "να συμπληρώνει", υποδηλώνοντας την έννοια της συμμετοχής σε ένα σύνολο.
Συνώνυμα: - miembro (μέλος) - componente (συστατικό)
Αντώνυμα: - excluyente (αποκλειστικός)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια πλήρη εικόνα της λέξης "integrante" στην ισπανική γλώσσα.