Integrar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /in-te-ˈɡɾaɾ/
Η λέξη integrar σημαίνει τη διαδικασία της ενσωμάτωσης ή της συμπερίληψης στοιχείων σε ένα σύνολο. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στη γενική γλώσσα, το δίκαιο, τα μαθηματικά και σε κοινωνικά συμφραζόμενα στην Κολομβία. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο.
Είναι σημαντικό να ενσωματώσουμε όλα τα μέλη της ομάδας στο έργο.
La ley busca integrar diferentes culturas en un solo sistema.
Integrar χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω παρατίθενται μερικές:
Η ενσωμάτωση και όχι η απομόνωση είναι το κλειδί για μια συμπεριληπτική κοινωνία.
Es fundamental integrar nuevos métodos de enseñanza en la educación moderna.
Είναι θεμελιώδες να ενσωματωθούν νέες μέθοδοι διδασκαλίας στη σύγχρονη εκπαίδευση.
Debemos integrar los avances tecnológicos en nuestras prácticas diarias.
Πρέπει να ενσωματώσουμε τις τεχνολογικές εξελίξεις στις καθημερινές μας πρακτικές.
Integrar las ideas de todos es esencial para el desarrollo del proyecto.
Integrar προέρχεται από το λατινικό "integrāre", το οποίο σημαίνει "ενώνω", "συμπληρώνω". Το "integer" σημαίνει "ολόκληρος" ή "ακέραιος".
Συνώνυμα: - Incorporar - Asimilar - Añadir
Αντώνυμα: - Segregar - Separar - Dividir