integrar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

integrar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Integrar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /in-te-ˈɡɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη integrar σημαίνει τη διαδικασία της ενσωμάτωσης ή της συμπερίληψης στοιχείων σε ένα σύνολο. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως στη γενική γλώσσα, το δίκαιο, τα μαθηματικά και σε κοινωνικά συμφραζόμενα στην Κολομβία. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να ακουστεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante integrar a todos los miembros del equipo en el proyecto.
  2. Είναι σημαντικό να ενσωματώσουμε όλα τα μέλη της ομάδας στο έργο.

  3. La ley busca integrar diferentes culturas en un solo sistema.

  4. Ο νόμος προσπαθεί να ενσωματώσει διαφορετικές κουλτούρες σε ένα μόνο σύστημα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Integrar χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω παρατίθενται μερικές:

  1. Integrar y no segregar es la clave para una sociedad inclusiva.
  2. Η ενσωμάτωση και όχι η απομόνωση είναι το κλειδί για μια συμπεριληπτική κοινωνία.

  3. Es fundamental integrar nuevos métodos de enseñanza en la educación moderna.

  4. Είναι θεμελιώδες να ενσωματωθούν νέες μέθοδοι διδασκαλίας στη σύγχρονη εκπαίδευση.

  5. Debemos integrar los avances tecnológicos en nuestras prácticas diarias.

  6. Πρέπει να ενσωματώσουμε τις τεχνολογικές εξελίξεις στις καθημερινές μας πρακτικές.

  7. Integrar las ideas de todos es esencial para el desarrollo del proyecto.

  8. Η ενσωμάτωση των ιδεών όλων είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του έργου.

Ετυμολογία της λέξης

Integrar προέρχεται από το λατινικό "integrāre", το οποίο σημαίνει "ενώνω", "συμπληρώνω". Το "integer" σημαίνει "ολόκληρος" ή "ακέραιος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Incorporar - Asimilar - Añadir

Αντώνυμα: - Segregar - Separar - Dividir



22-07-2024