Το "integrarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /inteɣɾaɾse/
Η λέξη "integrarse" σημαίνει τη διαδικασία ενσωμάτωσης ή αφομοίωσης κάποιου ατόμου ή ομάδας σε ένα νέο περιβάλλον ή κοινωνικό σύστημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα, όπως η ενσωμάτωσή μεταναστών ή η συμμετοχή σε κοινωνικές ομάδες. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα στην γραπτή μορφή, ειδικά σε κοινωνικές επιστήμες και πολιτικά κείμενα.
Es importante integrarse en la nueva comunidad.
Είναι σημαντικό να ενσωματωθείς στη νέα κοινότητα.
Los inmigrantes deben integrarse en la sociedad para sentirse aceptados.
Οι μετανάστες πρέπει να ενσωματωθούν στην κοινωνία για να νιώθουν αποδεκτοί.
Espero que puedan integrarse rápidamente en su nuevo trabajo.
Ελπίζω να μπορούν να ενσωματωθούν γρήγορα στη νέα τους δουλειά.
Ο όρος "integrarse" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Integrarse en la cultura local es fundamental para disfrutar de la vida en otro país.
Η ενσωμάτωση στην τοπική κουλτούρα είναι θεμελιώδης για να απολαύσεις τη ζωή σε μια άλλη χώρα.
Es difícil integrarse cuando hay barreras lingüísticas.
Είναι δύσκολο να ενσωματωθείς όταν υπάρχουν γλωσσικά εμπόδια.
Los jóvenes deben integrarse a los grupos deportivos para hacer nuevos amigos.
Οι νέοι πρέπει να ενσωματωθούν σε αθλητικές ομάδες για να κάνουν νέους φίλους.
Una buena manera de integrarse es participar en eventos sociales.
Μια καλή τρόπος για να ενσωματωθείς είναι να συμμετάσχεις σε κοινωνικές εκδηλώσεις.
Το "integrarse" προέρχεται από το λατινικό "integrāre", που σημαίνει "ενώνω" ή "συνδυάζω". Η ρίζα του "integer" σημαίνει "ακέραιος" ή "ολόκληρος", υποδεικνύοντας μια διαδικασία πλήρους συμπερίληψης.
Συνώνυμα: - asimilarse (αφομοιώνομαι) - unirse (ενώνομαι) - adaptarse (προσαρμόζομαι)
Αντώνυμα: - aislarse (απομονώνομαι) - segregarse (διαχωρίζομαι) - excluirse (αποκλείομαι)