Η λέξη "intelectual" είναι επίθετο.
[intelek'twal]
Η λέξη "intelectual" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τη νοημοσύνη, την πνευματική ικανότητα ή τη σκέψη. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή διανοητικά πλαίσια. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα που έχουν υψηλή ικανότητα σκέψης και ανάλυσης ή σε θέματα που απαιτούν πολύπλοκη σκέψη.
El debate sobre temas intelectuales es muy enriquecedor.
(Η συζήτηση για διανοητικά θέματα είναι πολύ εμπλουτιστική.)
Los jóvenes suelen ser más abiertos a ideas intelectuales.
(Οι νέοι συνήθως είναι πιο ανοιχτοί σε πνευματικές ιδέες.)
Una obra intelectual es valorada en la sociedad.
(Ένα πνευματικό έργο εκτιμάται στην κοινωνία.)
Η λέξη "intelectual" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Tener un enfoque intelectual sobre un problema.
(Να έχεις μια διανοητική προσέγγιση σε ένα πρόβλημα.)
Ser un intelectual de la sociedad.
(Να είσαι ένας διανοούμενος της κοινωνίας.)
El diálogo intelectual alimenta el pensamiento crítico.
(Ο διανοητικός διάλογος τρέφει την κριτική σκέψη.)
Criticar la falta de interés intelectual en los jóvenes.
(Να κριτικάρεις την έλλειψη πνευματικού ενδιαφέροντος στους νέους.)
Un enfoque intelectual puede cambiar la perspectiva de una discusión.
(Μια πνευματική προσέγγιση μπορεί να αλλάξει την προοπτική μιας συζήτησης.)
Η λέξη "intelectual" προέρχεται από το λατινικό "intellectus," το οποίο σημαίνει "κατανόηση" ή "νοημοσύνη." Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την ικανότητα της σκέψης και της γνώσης.
Συνώνυμα: - racional (λογικός) - cerebral (εγκεφαλικός)
Αντώνυμα: - irracional (παράλογος) - simple (απλός)