Η λέξη "inteligente" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [inte.liˈxen.te]
Η λέξη "inteligente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει ικανότητες σκέψης, λογικής ή κατανόησης υψηλού επιπέδου. Είναι μια κοινή λέξη στη γλώσσα, με συχνή χρήση και στις δύο μορφές λόγου, προφορικού και γραπτού. Εμφανίζεται συχνότερα σε ανάλυσεις συμπεριφορών και χαρακτηριστικών ανθρώπων, ζώων ή ακόμα και τεχνολογίας.
El niño es muy inteligente.
(Το παιδί είναι πολύ έξυπνο.)
Necesitamos personas inteligentes en nuestro equipo.
(Χρειαζόμαστε έξυπνα άτομα στην ομάδα μας.)
Ella tomó una decisión inteligente.
(Αυτή πήρε μια έξυπνη απόφαση.)
Η λέξη "inteligente" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Más inteligente que un zorro.
(Πιο έξυπνος από μια αλεπού.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ έξυπνος.
Inteligente por naturaleza.
(Έξυπνος από τη φύση.)
Εννοεί ότι κάποιος έχει έμφυτες ικανότητες.
Hacer algo inteligente.
(Να κάνεις κάτι έξυπνα.)
Δηλώνει την ικανότητα να πάρεις έξυπνες και σωστές αποφάσεις.
No siempre ser inteligente es suficiente.
(Δεν είναι πάντα αρκετό να είσαι έξυπνος.)
Υπογραμμίζει ότι η εξυπνάδα από μόνη της δεν είναι πάντα αρκετή για να πετύχεις.
Η λέξη "inteligente" προέρχεται από τα λατινικά "intelligentem", που σημαίνει "κατανοητικός" ή "δραστηριοποιημένος". Η ρίζα της λέξης "intellectus" σημαίνει "κατανόηση".
Συνώνυμα: - astuto (πανούργος) - sagaz (διορατικός)
Αντώνυμα: - tonto (χαζός) - ignorante (ανόητος)