intempestivo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

intempestivo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "intempestivo" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /in.tem.pes.'ti.βo/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "intempestivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη ή αναιτιολόγητη στιγμή. Επίσης, αναφέρεται σε περιστάσεις που είναι απαράδεκτες ή ακατάλληλες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και μπορεί να συναντηθεί κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικά ή ιατρικά κείμενα, αλλά και σε λογοτεχνικά έργα.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. La llegada intempestiva del inspector causó confusión en la oficina.
  2. Η ακατάλληλη άφιξη του επιθεωρητή προκάλεσε σύγχυση στο γραφείο.

  3. Su comentario intempestivo arruinó el ambiente de la reunión.

  4. Το ακατάλληλο σχόλιό του κατέστρεψε την ατμόσφαιρα της συνάντησης.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Στα Ισπανικά, η λέξη "intempestivo" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που χρησιμοποιούν την έννοια της καταλληλότητας ή της ακαταλληλότητας:

  1. "Una visita intempestiva puede ser bien recibida o mal vista."
  2. Μια ακατάλληλη επίσκεψη μπορεί να γίνει καλοδεχούμενη ή κακώς αποδεκτή.

  3. "No es el momento intempestivo para discutir sobre eso."

  4. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουμε γι' αυτό.

  5. "La lluvia intempestiva arruinó nuestro picnic."

  6. Η ακατάλληλη βροχή κατέστρεψε το πικνίκ μας.

Ετυμολογία

Η λέξη "intempestivo" προέρχεται από την λατινική λέξη "tempestivus", που σημαίνει "κατάλληλος" ή "ευνοϊκός", με το πρόθεμα "in-" που δηλώνει την άρνηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inoportuno (ακατάλληλος) - inadecuado (ανεπαρκής)

Αντώνυμα: - oportuno (κατάλληλος) - adecuado (κατάλληλος)



23-07-2024