Το "intempestivo" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /in.tem.pes.'ti.βo/
Η λέξη "intempestivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη ή αναιτιολόγητη στιγμή. Επίσης, αναφέρεται σε περιστάσεις που είναι απαράδεκτες ή ακατάλληλες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και μπορεί να συναντηθεί κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικά ή ιατρικά κείμενα, αλλά και σε λογοτεχνικά έργα.
Η ακατάλληλη άφιξη του επιθεωρητή προκάλεσε σύγχυση στο γραφείο.
Su comentario intempestivo arruinó el ambiente de la reunión.
Στα Ισπανικά, η λέξη "intempestivo" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που χρησιμοποιούν την έννοια της καταλληλότητας ή της ακαταλληλότητας:
Μια ακατάλληλη επίσκεψη μπορεί να γίνει καλοδεχούμενη ή κακώς αποδεκτή.
"No es el momento intempestivo para discutir sobre eso."
Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουμε γι' αυτό.
"La lluvia intempestiva arruinó nuestro picnic."
Η λέξη "intempestivo" προέρχεται από την λατινική λέξη "tempestivus", που σημαίνει "κατάλληλος" ή "ευνοϊκός", με το πρόθεμα "in-" που δηλώνει την άρνηση.
Συνώνυμα: - inoportuno (ακατάλληλος) - inadecuado (ανεπαρκής)
Αντώνυμα: - oportuno (κατάλληλος) - adecuado (κατάλληλος)