Η λέξη "intendencia" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/intenˈdenθja/
Η λέξη "intendencia" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε διάφορους τομείς, κυρίως σε σχέση με τη διαχείριση ή την διοίκηση διακυβερνητικών οργανισμών ή υπηρεσιών. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στον δημόσιο τομέα, ειδικά σε χώρες όπως η Χιλή και η Κολομβία. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται σε επίσημες συνομιλίες.
Η διοίκηση του δήμου έχει εφαρμόσει νέες ρυθμίσεις.
La intendencia tiene la responsabilidad de administrar los recursos públicos.
Η λέξη "intendencia" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συνδυασμούς σχετικούς με την διοίκηση ή κυβέρνηση.
Κάτω από τη διοίκηση ενός καλού ηγέτη, η κοινότητα ευημερούσε.
La intendencia de las instituciones es clave para el desarrollo social.
Η διοίκηση των θεσμών είναι κλειδί για την κοινωνική ανάπτυξη.
Con la intendencia correcta, se pueden superar grandes desafíos.
Η λέξη "intendencia" προέρχεται από το λατινικό "intendentia," το οποίο σημαίνει "επίβλεψη" ή "διαχείριση." Η ρίζα "intendere" σημαίνει "να προσανατολίζομαι" ή "να επιβλέπω."
Συνώνυμα: - Administración - Gestión
Αντώνυμα: - Desorganización - Caos